Σχεδίαση Ιστοσελίδας:  Αρης  Τσιατούχας (2013) ΓΕΩMΕTPΙKH ΠΕPΙOΔOΣ - Ομηρική εποχή : 1100-700 π.Χ.  Η καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτόρων το 1200 π.Χ., δε σήμανε το απότομο τέλος του μυκηναϊκού πολιτισμού, αλλά την απαρχή μίας προϊούσας παρακμής που διήρκεσε ολόκληρο το ΙΒ’ αιώνα. Η έναρξη της πρώτης μεταμυκηναϊκής περιόδου της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, γνωστής ως ‘σκοτεινοί αιώνες’, σηματοδοτείται από την ευρεία χρήση του σιδήρου και την αλλαγή στην τεχνοτροπία της κεραμεικής, γεγονότα που τοποθετούνται περί το 1100-1050π.Χ., οπότε τελειώνει και η υπομυκηναϊκή φάση. Για την περίοδο αυτή, από το 1200 π.Χ. και εξής, δεν υπάρχουν γραπτές πηγές. Χρονολογικός Πίνακας Σκοτεινοί χρόνοι Πρώιμοι Σκοτεινοί χρόνοι (Υπομυκηναϊκή περίοδος): 1100-1050 π.Χ. Ύστεροι Σκοτεινοί χρόνοι (Πρωτογεωμετρική περίοδος): 1050-900 π.Χ. Γεωμετρική περίοδος Πρώιμη Γεωμετρική περίοδος: 900-850 π.Χ. Μέση Γεωμετρική περίοδος: 850-760 π.Χ. Ύστερη Γεωμετρική περίοδος: 760-700 π.Χ. Η κατάρρευση του Μυκηναϊκού πολιτισμού οδήγησε σε παρακμή τις κοινωνίες και τις τέχνες του Αιγαίου. Μαζί με τη γραφή, χάθηκαν για πολλούς αιώνες η μνημειακή αρχιτεκτονική, η ζωγραφική, η σφραγιδογλυφία, η ελεφαντουργία και οι πιο προηγμένες τεχνικές κατεργασίας του μετάλλου και του λίθου. Κάποιες αναλαμπές παρατηρούνται κατά τον 12ο αι. π.Χ., αλλά για τα επόμενους τέσσερις αιώνες (11ος-8ος αι. π.Χ.) η καλλιτεχνική έκφραση θα περιοριστεί στην παραγωγή μικρών ειδωλίων, μετάλλινων αγγείων και μικρής ποσότητας χάλκινων – ή σπανιότερα χρυσών – κοσμημάτων. Μόνο η αγγειοπλαστική δεν επηρεάζεται από τη γενικότερη ύφεση. Αλλά πλέον τα αγγεία διακοσμούνται με απλά γεωμετρικά μοτίβα - γεγονός που ευθύνεται για την ονομασία "Γεωμετρική περίοδος". Αρχαιολογικά ευρήματα και φιλολογικές μαρτυρίες τοποθετούν στους πρώτους αιώνες της περιόδου αυτής μετακινήσεις πληθυσμιακών ομάδων, ανάμεσά τους και την περίφημη «κάθοδο των Δωριέων», στην κεντρική Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Αναμφίβολα, ρόλο σε αυτές τις εξελίξεις έπαιξαν οι αλλαγές που επέφερε στην πολεμική τακτική η χρήση του σιδήρου για την κατασκευή όπλων. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνουν οι ιστορικοί του 5ου αι. π.Χ., ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης, η πρώτη μετακίνηση πραγματοποιήθηκε από τους Θεσσαλούς, οι οποίοι από τη Θεσπρωτία ήρθαν στην περιοχή που έκτοτε φέρνει το όνομά τους. Έτσι οι παλαιότεροι κάτοικοι της περιοχής, οι Βοιωτοί μετακινήθηκαν νότια στο χώρο γύρω από τη Θήβα. Το δεύτερο μεταναστευτικό ρεύμα εξαιτίας της καθόδου των Δωριέων είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο και ευρύτερες πληθυσμιακές ανακατατάξεις1. Η διείσδυσή τους στον ελληνικό κορμό, σύμφωνα με την επικρατούσα εκδοχή, έγινε από τη βορειοδυτική Ελλάδα στις αρχές του 11ου αι. π.Χ. σταδιακά και κατά κύματα. Οι πρώτες εγκαταστάσεις τους ήταν στην περιοχή της Πίνδου, στη Φθιώτιδα και την περιοχή νότια του Ολύμπου και της Όσσας. Από την Πίνδο ομάδες Δωριέων μετακινήθηκαν στη Δωρίδα - περιοχή που οφείλει το όνομά της σ' αυτούς - και στη συνέχεια πέρασαν σε περιοχές της Πελοποννήσου. Μια από τις ισχυρότερες ομάδες εγκαταστάθηκε στη Λακωνία. Η είσοδος των Δωριέων στην Πελοπόννησο είχε το χαρακτήρα στρατιωτικής επιχείρησης με στόχο την υποταγή των αχαϊκών - μυκηναϊκών πληθυσμών. Την κατάληψη του μεγαλύτερου μέρους της Πελοποννήσου και την κυριαρχία τους στους αχαϊκούς πληθυσμούς, οι Δωριείς αργότερα ερμήνευσαν με το μύθο της επανόδου των Ηρακλείδων, δηλαδή των απογόνων του Ηρακλή που επέστρεψαν στην αρχαία τους κοιτίδα.   Νεότερη άποψη επιστημονικά τεκμηριωμένη, δε δέχεται τη θεωρία της καθόδου των Δωριέων, την είσοδο τους δηλαδή στον ελληνικό κορμό από τη βορειοδυτική Ελλάδα. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι οι Δωριείς ήταν ένα ελληνικό ποιμενικό φύλο που κατοικούσε σε ορεινές περιοχές της Ελλάδας και το οποίο μετά τη διάλυση του μυκηναϊκού κόσμου βρήκε την ευκαιρία να κατέβει σε περιοχές πεδινές και να τις καταλάβει.  Η επικράτηση των Δωριέων είχε ως άμεση συνέπεια τη δημιουργία δημογραφικού προβλήματος, που εκτονώθηκε μέσα από αλυσιδωτές μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών. Τα ελληνικά φύλα από τα μέσα περίπου του 11ου αι. π.Χ. μέχρι και τον 9ο αι. π.Χ. εξαπλώθηκαν, με γέφυρα τα νησιά του Αιγαίου, στις δυτικές ακτές της Μ. Ασίας. Οι μεταναστευτικές αυτές κινήσεις είναι γνωστές ως πρώτος ελληνικός αποικισμός. Ελληνικά φύλα που μιλούσαν την αιολική διάλεκτο, μετακινήθηκαν από τη Θεσσαλία προς το βορειοανατολικό Αιγαίο και εγκαταστάθηκαν στα νησιά Τένεδο και Λέσβο και στα απέναντι παράλια της Μ. Ασίας, στην περιοχή που ονομάστηκε Αιολίς. Οικονομική, κοινωνική και πολιτική οργάνωση. α) Η οικονομία. Αυτή την εποχή, κύρια πηγή οικονομικής ανάπτυξης ήταν η γη. Η παραγωγή στηριζόταν σε μια μορφή κλειστής αγροτικής οικονομίας. Τα μέλη δηλαδή κάθε οικογένειας. μαζί με άλλα άτομα που εξαρτιόνταν οικονομικά από την οικογένεια, συγκροτούσαν έναν οίκο και επιτελούσαν όλες τις παραγωγικές εργασίες. Δεν υπήρχαν περιθώρια εργασιακής ειδίκευσης σε μεγάλη κλίμακα και κατ' επέκταση δεν υπήρχε βιοτεχνική ανάπτυξη. Όλα τα παραγόμενα αγαθά, κυρίως γεωργικά και κτηνοτροφικά, καταναλώνονταν στο πλαίσιο του οίκου. Πολλές φορές παρουσιαζόταν έλλειψη αγαθών, τα οποία αναπληρώνονταν με άλλους τρόπους όπως με περιορισμένο ανταλλακτικό εμπόριο μεταξύ των οίκων, με ανταλλαγή δώρων, με τον πόλεμο και την πειρατεία. Μέτρο αναφοράς για την αξιολόγηση των ανταλλασσόμενων αγαθών ήταν το βόδι ή τα δέρματα ζώων, τα μέταλλα κι ακόμα οι δούλοι. Την εποχή αυτή το εξωτερικό εμπόριο, κυρίως για την προμήθεια μετάλλων και δούλων, διεξαγόταν από τους Φοίνικες.   β) Η κοινωνία. Στις πρώιμες αυτές κοινωνίες ο οίκος φαίνεται πως λειτούργησε ως μονάδα κοινωνικής συγκρότησης. Με τον τερματισμό των μετακινήσεων των ελληνικών φύλων και την απόκτηση μόνιμων εγκαταστάσεων, τα μέλη του οίκου, που συνδέονταν με συγγενικούς δεσμούς, γίνονταν κάτοχοι της γης και αποκτούσαν οικονομική ισχύ. Ήταν οι άριστοι (ευγενείς), που τους γνωρίζουμε από τις διηγήσεις του Ομήρου.  Στο πλαίσιο του οίκου, ωστόσο, ζούσαν και πολλοί άνθρωποι που δεν είχαν άμεσους συγγενικούς δεσμούς με τους ευγενείς. Αυτοί αποτελούσαν μια πολυάριθμη κοινωνική ομάδα γνωστή με την ονομασία πλήθος. Ανεξάρτητοι από τον οίκο αλλά οικονομικά εξαρτώμενοι από τους οίκους μιας ευρύτερης περιοχής, ήταν εκείνοι των οποίων η εργασία προϋπέθετε κάποια ειδίκευση, όπως ο ξυλουργός, ο αγγειοπλάστης, ο χαλκουργός κ.ά. Αυτοί ονομάζονταν δημιουργοί και ασκούσαν την εργασία τους για να καλύψουν τις ανάγκες μιας κοινότητας που περιλάμβανε τους οίκους μιας περιοχής.  Τέλος, οι δούλοι αποτελούσαν περιουσιακό στοιχείο του οίκου. Οι περισσότεροι είχαν αποκτηθεί από τους πολέμους ή την πειρατεία. γ) Η πολιτική οργάνωση. Οι πρώτες ελληνικές κοινωνίες οργανώθηκαν με φυλετικά κριτήρια, δηλαδή αποτέλεσαν κράτη φυλετικά. Κάθε φύλο, το οποίο διαρθρωνόταν σε φυλές, φ(ρ)ατρίες και γένη με βάση τους συγγενικούς δεσμούς, μπορούσε να αποτελέσει ένα κράτος. Φυλετικό κράτος επίσης μπορούσε να προκύψει από τη διάσπαση ενός φύλου ή ακόμα από την ένωση περισσοτέρων φυλών του ίδιου φύλου.  Η ανάγκη όμως για την αντιμετώπιση των προβλημάτων μέσα στα φυλετικά κράτη θα οδηγήσει προοδευτικά στην πολιτική τους οργάνωση.  Έτσι, οι φυλετικοί αρχηγοί της εποχής των μετακινήσεων εξελίχθηκαν σε κληρονομικούς βασιλείς, αφότου τα φύλα απέκτησαν μόνιμες εγκαταστάσεις.  Ο βασιλιάς των ομηρικών κοινωνιών, δηλαδή αυτών που προέκυψαν μετά τις μετακινήσεις των ελληνικών φύλων, ήταν ο αρχηγός του στρατού σε εποχή πολέμου και ο κυβερνήτης με θρησκευτική και δικαστική εξουσία σε περίοδο ειρήνης. Δίπλα στο βασιλιά υπήρχε ένα συμβούλιο που αποτελούνταν από τους αρχηγούς των ισχυρών γενών, οι οποίοι ονομάζονταν και αυτοί βασιλείς. Το συμβούλιο αυτό των ευγενών (βουλή των γερόντων) βαθμιαία περιόρισε τη βασιλική εξουσία. Όταν ο βασιλιάς έπαιρνε κάποια σημαντική απόφαση, συγκαλούσε σε σύνοδο το πλήθος, κυρίως τους πολεμιστές για να ζητήσει τη γνώμη τους (εκκλησία τον δήμου).  Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πλαίσιο των ομηρικών κοινωνιών διαμορφώθηκαν όλοι εκείνοι οι θεσμοί που οδήγησαν από τα μέσα του 8ου αι. π.Χ. στην πολιτική συγκρότηση των ελληνικών κοινωνιών. Εδώ συναντούμε το πρώτο στάδιο πολιτικής οργάνωσης, που αργότερα θα εξελιχθεί μέσα στο πλαίσιο των ελληνικών πόλεων-κρατών. Ο πολιτισμός.  Μετά την πτώση των μυκηναϊκών ανακτόρων, η δύσκολη γραμμική Β' γραφή, την οποία γνώριζαν να χρησιμοποιούν λίγοι γραφείς, λησμονήθηκε. Για τρεις περίπου αιώνες οι Έλληνες δε χρησιμοποίησαν γραφή. Ωστόσο, στα τέλη του 9ου αι. π.Χ. ή στις αρχές του 8ου αι. π.Χ. επανεμφανίζεται η γραφή στον ελλαδικό χώρο. Τα σύμβολα της γραφής δεν αποδίδουν πλέον συλλαβές αλλά φθόγγους. Η ελληνική αλφαβητική γραφή προέκυψε κατά τρόπο αφομοιωτικό από το φοινικικό αλφάβητο. Οι Έλληνες προσάρμοσαν τα σύμβολα στις φωνητικές αξίες της ελληνικής γλώσσας και επιπλέον πρόσθεσαν τα φωνήεντα που έλειπαν από το φοινικικό αλφάβητο. Έτσι έγιναν οι δημιουργοί του πρώτου πραγματικού αλφαβήτου.  Την ομηρική εποχή δημιουργήθηκαν τα πρώτα ιερά, τα οποία σταδιακά απέκτησαν πανελλήνιο χαρακτήρα. Παράλληλα με τις τοπικές λατρείες παγιώθηκαν οι θρησκευτικές αντιλήψεις που συγκρότησαν το ολυμπιακό δωδεκάθεο.  Στα πολιτιστικά επιτεύγματα της περιόδου περιλαμβάνονται η προφορική διαμόρφωση της πρώτης ελληνικής ποίησης, της επικής ποίησης, και τα έργα της τέχνης, κυρίως της κεραμικής και της μικροτεχνίας.  Από τη μυκηναϊκή ήδη εποχή πρέπει στον ελλαδικό χώρο να είχαν δημιουργηθεί τραγούδια με ηρωικό περιεχόμενο. Τα τραγούδια αυτά φαίνεται ότι αποτέλεσαν το υπόβαθρο, το οποίο αργότερα οι Έλληνες των αποικιών της Μ. Ασίας χρησιμοποίησαν για να συγκροτήσουν γύρω από δύο διαφορετικά θέματα τα ομηρικά έπη. Το περιεχόμενο των τραγουδιών ήταν γνωστό στους ποιητές των ομηρικών χρόνων, τους ραψωδούς, οι οποίοι το τραγουδούσαν προσθέτοντας πολλές φορές καινούργια στοιχεία για να διασκεδάσουν το λαό στα πανηγύρια ή τους ευγενείς στα μέγαρά τους. Η παράδοση θέλει ως δημιουργό των δύο επών τον Όμηρο, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα συνέθεσε την Ιλιάδα στην πρωταρχική της μορφή στα μέσα περίπου του 8ου αι. π.Χ. Η σύνθεση της Οδύσσειας τοποθετείται στα τέλη του 8ου αι. π.Χ. ή στις αρχές του 7ου αι. π.Χ.  Η τέχνη των ομηρικών χρόνων ονομάστηκε συμβατικά από τους ερευνητές γεωμετρική. Η ίδια ονομασία χρησιμοποιείται πολλές φορές για να χαρακτηρίσει την ίδια την εποχή, εξαιτίας των γεωμετρικών σχεδίων που κυριάρχησαν στη διακόσμηση των αγγείων αλλά και στην κατασκευή των έργων της μικροτεχνίας. Γεωμετρική Αγγειογραφία  Πρωτογεωμετρικός ρυθμός 11ος αι. - 900 π.Χ. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πρωτογεωμετρικού ρυθμού είναι τα εξής: 1. Τα αγγεία πλάθονται σε ταχύστροφο τροχό, όπως φαίνεται από τις σωστότερες αναλογίες. 2. Η διακόσμηση στηρίζεται στη δομή των αγγείων· οι αγγειογράφοι εκμεταλλεύονται το μέγεθος του κάθε μέρους του αγγείου και ζωγραφίζουν ανάλογου μεγέθους και σχήματος αντικείμενα. 3. Στο τέλος της περιόδου βάφεται μαύρη όλο και μεγαλύτερη επιφάνεια του αγγείου. 4. Τα διακοσμητικά θέματα είναι περιορισμένα: οφιοειδείς γραμμές, τεθλασμένες γραμμές, τρίγωνα και κυρίως ομόκεντροι κύκλοι οι οποίοι σχεδιάζονταν με πολλά πινέλα που ήταν εφαρμοσμένα στο διαβήτη. Τα σημαντικότερα εργαστήρια ήταν της Αττικής, στο Λευκαντί της Εύβοιας, στη Μαρμάριανη της Θεσσαλίας, στη Μακεδονία, στην Κρήτη και τέλος στις αποικίες στα παράλια της Μικράς Ασίας, μετά τον α' αποικισμό. Γεωμετρικός ρυθμός 900 π.Χ. - 700 π.Χ. Ο Γεωμετρικός ρυθμός, θα διαρκέσει περίπου διακόσια χρόνια, από το 900 ως το 700 π.Χ. Ο όρος γεωμετρικός δόθηκε, γιατί τα αγγεία διακοσμούνται με γεωμετρικά μοτίβα π.χ. τρίγωνα, ρόμβοι, μαίανδροι. Ακόμη και οι μορφές αποδίδονται με γεωμετρικό τρόπο, έτσι ώστε το ανθρώπινο σώμα μοιάζει με τρίγωνο. Ο αγγειογράφος ζωγραφίζει σύμφωνα με την παράδοση, αυτό που ξέρει κι όχι αυτό που βλέπει. Το χρώμα που χρησιμοποιείται είναι το μαύρο. Γεωμετρική όμως είναι και η μορφή των αγγείων.    Ο Γεωμετρικός ρυθμός χωρίζεται σε τρεις κυρίως περιόδους: α. Σε πρώιμη γεωμετρική, από το 900 ως το 850 π.Χ. περίπου.  Την περίοδο αυτή αρχίζει η χρήση του διαβήτη να υποβαθμίζεται όλο και περισσότερο και οι κύκλοι αντικαθίστανται από μαιάνδρους, ζικ-ζακ και καμπύλες. Καμιά φορά χρησιμοποιούνται και ζωικές μορφές, όπως ίπποι. Συνήθως το αγγείο βάφεται με μαύρο χρώμα (γάνωμα) και μένει στο χρώμα του πηλού το σημείο εκείνο που θα δεχθεί τη διακόσμηση. β. Σε μέση γεωμετρική, από το 850 ως το 760 π.Χ. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι η διαίρεση του αγγείου σε πολλές ζώνες. Για τη διακόσμηση χρησιμοποιούνται παράλληλες γραμμές και περισσότερα γεωμετρικά σχήματα όπως άγκιστρα, τρίγωνα, ρόμβοι, χωρίς φυσικά να πάψουν να χρησιμοποιούνται οι μαίανδροι. Οι ομόκεντροι κύκλοι, όταν υπάρχουν, εντάσσονται μέσα σε διακοσμητικές ζώνες. Συναντάμε αρκετά συχνά ζώα ή ανθρώπους. Τα νέα σχήματα είναι ο κρατήρας που στηρίζεται σε ψηλό κωνικό πόδι και η πεπλατυσμένη πυξίδα, που η λαβή του καλύμματός της έχει τη μορφή αλόγων. γ. σε ύστερη γεωμετρική, από το 760 ως το 700 π.Χ.  Σιγά σιγά αρχίζουν να υποχωρούν τα διάφορα γεωμετρικά μοτίβα και το μεγαλύτερο μέρος του αγγείου καταλαμβάνουν οι διάφορες εικονιστικές παραστάσεις. Μάλιστα οι παραστάσεις αυτές εκτείνονται σε περισσότερες από μια ζώνες. Το πιο συνηθισμένο θέμα είναι η εκφορά και η πρόθεση. Τα αγγεία με θέμα την εκφορά και την πρόθεση χρησιμοποιούνται ως ταφικά αγγεία, σήματα, στους τάφους. (Δες παρακάτω, στα παραδείγματα, τον αμφορέα του ζωγράφου του Διπύλου ή τον κρατήρα του ζωγράφου του Hirschfeld). Το μέγεθός τους είναι μεγάλο, ξεπερνούν σε ορισμένες περιπτώσεις το 1,5 μ. Άλλα θέματα είναι τα ζώα, οι σκηνές μάχης, οι πολεμιστές. Τα νέα γεωμετρικά μοτίβα που χρησιμοποιούνται είναι ο διπλός ή τριπλός μαίανδρος, οι πολλαπλοί ρόμβοι, οι σειρές από φακοειδή φύλλα. Οι γυναίκες αποδίδονται ντυμένες και με στήθος από δύο μικρές γραμμές, αντίθετα οι άνδρες παρουσιάζονται γυμνοί με ξίφος και εγχειρίδιο στη μέση ή με δόρατα και φορούν κράνος που αποδίδεται με μια καμπύλη γραμμή η οποία θυμίζει λοφίο. Πηγή: http://www.fhw.gr http://el.wikipedia.org http://www.cycladic.gr http://digitalschool.minedu.gov.gr http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/geom/geometriki-aggeiografia.htm