Σχεδίαση Ιστοσελίδας:  Αρης  Τσιατούχας (2013) ΑPXAΪKH ΕΠOXH: 620-480 π.Χ. Ο όρος αρχαϊκός επινοήθηκε τον 18ο αι. από ιστορικούς της τέχνης προκειμένου να χαρακτηρίσει την μεταβατική περίοδο της ελληνικής τέχνης μεταξύ της γεωμετρικής (9ος-8ος αι. π.Χ.) και της κλασικής εποχής (5ος – 4ος αι. π.Χ.). Τα χρονικά όρια της αρχαϊκής περιόδου καλύπτουν σε γενικές γραμμές τον 7ο και 6ο αι. π.Χ. (700-500 π.Χ.). Η λήξη των περσικών πολέμων (479 π.Χ.) σηματοδοτεί την μετάβαση στην επόμενη κλασική περίοδο.   Ο όρος αρχαϊκός είχε αρχικά αξιολογικό περιεχόμενο και εθεωρείτο ότι αποτελούσε απλώς το «πρωτόγονο» προανάκρουσμα της μεγάλης κλασικής τέχνης, κυρίως στην πλαστική. Σήμερα ο όρος έχει μόνο χρονολογική σημασία και αναφέρεται στην μεγάλη πολιτική, κοινωνική, οικονομική και καλλιτεχνική μεταμόρφωση του ελληνικού κόσμου κατά τον 7ο και 6ο αι. π.Χ.   Η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού κατά τον 8ο αι. π.Χ. και η ανάγκη εξεύρεσης περισσότερων πόρων οδήγησαν στην κατάρρευση της κοινωνικής οργάνωσης κατά γένη ή φυλές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα αφ΄ ενός την μεγάλη εξάπλωση του ελληνικού εμπορίου σε όλη τη Μεσόγειο και αφ΄ ετέρου την ανάδυση της πόλης-κράτους, που αναδείχθηκε στο βασικό κύτταρο πολιτικής και αστικής οργάνωσης στην αρχαία Ελλάδα, με αριστοκρατικό, ολιγαρχικό ή τυραννικό καθεστώς. Επίσης, με την βοήθεια νομοθετών, θεσπίζονται νόμοι, που βοηθούν στην αποτελεσματικότερη και δικαιότερη διοίκηση των πόλεων-κρατών και προσπαθούν να ρυθμίσουν τις μεταξύ τους διαρκείς διενέξεις.   Στην ενδυνάμωση των σχέσεων μεταξύ των πόλεων-κρατών βαρύνοντα ρόλο έχει η επίσημη ίδρυση των πανελλήνιων αγώνων, στην Ολυμπία ήδη από τον 8ο αι. π.Χ. (Ολύμπια, 776 π.Χ.), τους Δελφούς (Πύθια, 590 π.Χ.), την Ισθμία (Ίσθμια, 582 π.Χ.) και την Νεμέα (Νέμεα, 573 π.Χ.), πολλών τοπικών, με επιφανέστερα τα Παναθήναια (Αθήνα, 566 π.Χ.) καθώς και θρησκευτικών-πολιτικών ενώσεων, των αμφικτιονιών (Δελφοί, Πανιώνιον, κλπ).   Τόσο στα αστικά όσο και στα θρησκευτικά κέντρα, οι πόλεις-κράτη και τύραννοι, όπως π.χ. ο Πεισίστρατος στην Αθήνα, ο Πολυκράτης στη Σάμο συναγωνίζονται στην ίδρυση εντυπωσιακών οικοδομημάτων και την εκτέλεση δημόσιων οικοδομικών προγραμμάτων.   Η ραγδαία αύξηση του εμπορίου, ιδιαίτερα με την Ανατολή, και ο αποικισμός, δηλ. η ίδρυση πλήθους αποικιών και εμπορικών σταθμών σε όλες τις μεσογειακές ακτές, έχει ως αποτέλεσμα την ευρύτερη χρήση του αλφαβήτου (είχε ήδη εισαχθεί τον 8ο αι. π.Χ. από τους Φοίνικες), και του νομίσματος από τους Λυδούς, προκειμένου να διευκολυνθούν οι εμπορικές σχέσεις.   Η προσαρμογή του αλφαβήτου στις ελληνικές διαλέκτους, εκτός από εμπορικούς σκοπούς οδήγησε στην μεγάλη διάδοση του γραπτού λόγου, με την καταγραφή των ομηρικών επών, την εμφάνιση της λυρικής ποίησης, τις πρώτες απόπειρες συστηματικής καταγραφής της ιστορίας (λογογράφοι) και την προσπάθεια κατανόησης του Κόσμου (ίωνες φυσικοί φιλόσοφοι).   Η συνάντηση των Ελλήνων με τους ανατολικούς πολιτισμούς εμπλούτισε την ελληνική τέχνη με νέα εκφραστικά μέσα. Κατά τον 7ο αι. π.Χ. (Ανατολίζουζα περίοδος) οι Έλληνες υιοθετούν αιγυπτιακά και ανατολικά εικονογραφικά θέματα και ρυθμούς διακόσμησης (κούροι, μυθικά όντα, όπως γρύπες, σφίγγες), προσαρμοσμένους όμως στο δικό τους καλλιτεχνικό αισθητήριο. Η αρχαιότερη φάση της αρχαϊκής πλαστικής (δαιδαλική) χαρακτηρίζεται από μετωπικότητα και δυσαναλογία στην απόδοση των μερών του σώματος, βαθμιαία όμως επικρατεί η τάση προς φυσιοκρατικότερη απόδοση, ικανοποιώντας με την λεγόμενη «λανθάνουσα κίνηση», ένα από τα βασικότερα αιτήματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης, το «ζωτικόν φαίνεσθαι», δηλ., να φαίνεται ότι το γλυπτό ζεί ή κινείται.   Από τα κεραμικά εργαστήρια του 7ου αι. π.Χ. ξεχωρίζουν το κορινθιακό (πρωτοκορινθιακή κεραμική) και το πιο συντηρητικό αττικό (πρωτοαττική κεραμική). Αρχικά στην Κόρινθο (7ος αι. π.Χ.) και αργότερα στην Αθήνα (620 π.Χ. περ.) εμφανίζεται μελανόμορφος ρυθμός, δηλ ο τρόπος διακόσμησης αγγείων με μελανές μορφές και εγχάραξη για την απόδοση των λεπτομερειών. Τα κορινθιακά κεραμικά προϊόντα κυριάρχησαν στις μεσογειακές αγορές μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 6ου αι. π.Χ., οπότε έδωσαν σταδιακά τη θέση τους στα ανώτερης ποιότητας αττικά μελανόμορφα αγγεία, τα οποία διακοσμούνται από μεγάλους ζωγράφους, όπως ο Ζωγράφος του Νέσσου, ο Σοφίλος, ο Λυδός, ο Άμασις και ο Εξηκίας.   Γύρω στο 530/520 π.Χ. επινοήθηκε στην Αθήνα ο ερυθρόμορφος ρυθμός στην κεραμική, όπου οι μορφές παραμένουν στο ερυθρωπό χρώμα του πηλού και προβάλλονται στο μελανό βάθος. Σπουδαιότεροι καλλιτέχνες είναι ο Ζωγράφος του Ανδοκίδη, και οι τρείς «Πρωτοπόροι» δηλ. ο Ευφρόνιος, ο Ευθυμίδης και ο Φιντίας. Χαρακτηριστικά της αρχαϊκής εποχής   Για πρώτη φορά, λοιπόν, χρησιμοποιούνται Έλληνες από τη Μικρά Ασία και τη Ρόδο ως μισθοφόροι από το Φαραώ Ψαμμήτιχο τον Α’ (764- 710 π.Χ.), οι οποίοι και έμειναν εκεί μέχρι την εκδίωξή τους από τον Καμβύση το 525 π.Χ. Οι Έλληνες αυτοί δεν έχουν σχέση με την ελληνική κοινότητα της Ναύκρατης, η οποία είχε διαμεσολαβητικές σχέσεις μεταξύ της Αιγύπτου και του ελληνικού κόσμου.   Όσον αφορά τις εσωτερικές εξελίξεις των ελληνικών πόλεων, πρώτο σημαντικό φαινόμενο της εποχής είναι η κατάργηση της βασιλείας  και η εγκαθίδρυση του αριστοκρατικού πολιτεύματος, που σημαίνει την άσκηση της διακυβέρνησης από τους ευγενείς. Την εποχή αυτή αρχίζουν και αντιπαραθέσεις εντός του σώματος των ευγενών για τη νομή της εξουσίας, αντιπαραθέσεις οι οποίες de facto συμπεριέλαβαν και τον υπόλοιπο πληθυσμό. Επίσης έχουμε μία μεταβολή, έναν νεωτερισμό στον στρατιωτικό τομέα, τη φάλαγγα των οπλιτών. Την περίοδο αυτή, επίσης, συμβαίνουν εξειδικεύσεις, όπως ο διαχωρισμός του εμπορικού πλοίου από το πολεμικό (τριήρης) και το διαχωρισμό του ίππου από το πολεμικό άρμα. Η μεταβολή αυτή στο στρατό μάχης υιοθετήθηκε από όλες τις πόλεις του ελληνικού κόσμου. Χρήση του νομίσματος   Ένα σημαντικό γεγονός της αρχαϊκής περιόδου είναι η απαρχή της χρήσης του νομίσματος. Τα αρχαιότερα νομίσματα που κόπηκαν από ελληνική πόλη ανακαλύφθηκαν στο Αρτεμίσιο της Εφέσου και χρονολογούνται στα μέσα ή στο β’ μισό του 7ου αιώνα. Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι πρώτοι προχώρησαν στην κοπή νομίσματος οι Λυδοί. Κατάργηση της βασιλείας   Θα πρέπει ακόμη να αναφερθούμε στην κατάργηση της βασιλείας. Όπως γνωρίζουμε από γραμματειακές πηγές, ήδη από την περίοδο ανάμεσα στον 8ο αιώνα (τα μέσα του οποίου αποτελούν σημείο καμπής) και το α’ μισό του 7ου αιώνα, η βασιλεία είχε καταργηθεί στο μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού κόσμου.   Η αλλαγή αυτή, που οδήγησε στην άσκηση της πολιτικής διακυβέρνησης από το σώμα των ευγενών, σε κάποιες περιοχές έγινε με βίαιο τρόπο. Της αριστοκρατίας, δηλαδή, χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας είναι η άσκηση της εξουσίας από τους ευγενείς, μέσω της κατοχής ετήσιων αξιωμάτων, προηγήθηκε η βίαιη έκπτωση του βασιλιά. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, η αντικατάσταση του βασιλιά από τους ευγενείς έγινε σταδιακά, καθώς το αξίωμα του βασιλιά παρέμεινε, άλλαξε, ωστόσο το περιεχόμενό του. Στην Αθήνα, για παράδειγμα, για την οποία γνωρίζουμε πολλά από το έργο του Αριστοτέλη "Αθηναίων Πολιτεία", σημειώνεται μία μακρόχρονη εξέλιξη. Από το 683/2 π.Χ. καθιερώθηκαν εννέα ετήσια αξιώματα, ενώ ο τίτλος του βασιλιά διατηρήθηκε για ένα από αυτά. Οι εννέα άρχοντες, οι οποίοι προέρχονταν από τους ευγενείς, ήταν οι εξής: ο άρχων (με τη σημερινή ορολογία επώνυμος άρχων), ο άρχων βασιλεύς, ο οποίος είχε πλέον θρησκευτικές αρμοδιότητες, ο πολέμαρχος και οι έξι θεσμοθέται, με δικαστικές αρμοδιότητες. Ένδειξη για ομαλή μετάβαση από το πολίτευμα της βασιλείας στην αριστοκρατία, όπως στην περίπτωση της Αθήνας, αποτελεί η διατήρηση και μετά την κατάργηση της βασιλείας του –ετήσιου πλέον- αξιώματος του βασιλέως με άλλες αρμοδιότητες, όπως συμβαίνει και στη Σαμοθράκη και στην Απολλωνία.   Σε ορισμένες περιοχές του ελληνικού χώρου, το πολίτευμα της βασιλείας διατηρήθηκε και μετά την αρχαϊκή περιοχή. Ανάμεσα σε αυτές, το Άργος, όπου η βασιλεία καταργήθηκε τον 5ο αιώνα, την Κυρήνη, (μέχρι τα μέσα του 5ου αιώνα) και οι πόλεις της Κύπρου (μέχρι το 310 π.Χ.). Επίσης, οι Μακεδόνες διατήρησαν το θεσμό της βασιλείας μέχρι την κατάλυση του κράτους τους (168 π.Χ.) και το ηπειρωτικό φύλο των Μολοσσών, όπου υπήρχε διπλή βασιλεία, προερχόμενη από την ίδια οικογένεια. Παρατηρούμε ότι, γενικά, πρόκειται για περιοχές απομονωμένες από το κέντρο του ελληνικού πολιτισμού. Η νομοθεσία του Σόλωνα   Κατά την αρχαϊκή περίοδο, επίσης, συμβαίνει η κωδικοποίηση του δικαίου, όπως και του θρησκευτικού. Στην Αθήνα, ο Σόλων, πέρα από τα κοινωνικής υφής, έλαβε και πολιτικά μέτρα. Διαχώρισε τους Αθηναίους πολίτες σε τέσσερις κατηγορίες ανάλογα με το εισόδημά τους: ανώτερη τάξη ήταν οι πεντακοσιομέδιμνοι, οι οποίοι είχαν ετήσιο εισόδημα άνω των 500 μεδίμνων δημητριακών, ακολουθούσαν οι ιππείς ή τριακοσιομέδιμνοι, οι οποίοι είχαν ετήσιο εισόδημα άνω των 300 μεδίμνων, έπειτα οι ζευγίται ή διακοσιομέδιμνοι, με εισόδημα ανώτερο των 200 μεδίμνων και κατώτατη κατηγορία ήταν οι θήτες, το εισόδημα των οποίων δεν ξεπερνούσε τους 200 μεδίμνους.   Ανάλογα με την κατάταξη του καθενός με βάση το εισόδημά του, καθορίστηκε ο βαθμός συμμετοχής στη διακυβέρνηση των κοινών και στη συγκρότηση του στρατού. Όσον αφορά το πολιτικό σκέλος, μόνο τα μέλη της πρώτης τάξης είχαν το δικαίωμα να εκλέγονται άρχοντες και, επομένως, να συμμετέχουν στον Άρειο Πάγο, τον οποίο αποτελούσαν διατελέσαντες άρχοντες, ή ταμίες, οι οποίοι διαχειρίζονταν το δημόσιο χρήμα. Οι θήτες είχαν το δικαίωμα συμμετοχής μόνο στην εκκλησία του δήμου και στο δικαστήριο της Ηλιαίας. Αναφορικά με τη συγκρότηση του στρατού, το ιππικό αποτελούταν από τα νεότερα μέλη των τάξεων των πεντακοσιομεδίμνων και των τριακοσιομεδίμνων. Ως οπλίτες υπηρετούσαν το σύνολο των ζευγιτών και τα μεγαλύτερα σε ηλικία μέλη των δύο ανώτερων τάξεων.   Το φαινόμενο της τυραννίδας   Για πρώτη φορά την περίοδο αυτή παρουσιάζεται το φαινόμενο της τυραννίδας, το οποίο την περίοδο αυτή γνωρίζει ιδιαίτερη διάδοση. Από τις αρχαίες πηγές η τυραννίδα δε θεωρείται πολίτευμα, αλλά απόκλιση, ούτε, δηλαδή, θεωρητική νομιμοποίηση ούτε ήταν αποδεκτή στην πράξη. Το πλαίσιο εμφάνισης της τυραννίδας, της ανάληψης, με άλλα λόγια της άσκησης της εξουσίας από ένα πρόσωπο, κατά την αρχαϊκή περίοδο συνθέτουν οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των ευγενών για την κατάληψη των αξιωμάτων. Τα μέσα ισχύος που απαραίτητα έπρεπε να έχει στη διάθεσή του ένας ευγενής προκειμένου να κατορθώσει να υπερισχύσει των αντιπάλων του επιβαλλόμενος ως τύραννος είναι τα εξής:  η χρήση ενός μισθοφορικού στρατού,  η υποστήριξη του πληθυσμού, βασισμένη στην επιρροή που ασκούσε ο ευγενής,  και οι εταιρείες ευγενών, συσσωματώσεις, δηλαδή, ευγενών γύρω από έναν ισχυρό εκπρόσωπο της τάξης τους. Οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη   Εκ των πραγμάτων, η τυραννίδα του Πεισίστρατου διευκόλυνε τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη και την ανάδυση της δημοκρατίας, διότι συνέβαλε στην αποδυνάμωση των ευγενών και την άμβλυνση των σχέσεων εξάρτησης μεταξύ ευγενών και του υπόλοιπου πληθυσμού.   Με τη φυγή του Ιππία, επανεμφανίστηκαν στο πολιτικό προσκήνιο οι ευγενείς, με εξέχοντες του εξής δύο: τον Ισαγόρα, γιο του Πεισάνδρου, και τον Κλεισθένη, που εξέφραζαν αντίπαλες απόψεις. Ο Κλεισθένης, καταγόταν από το γένος των Αλκμεωνιδών, που δεν είχε επικρατήσει στη φάση των αντιπαραθέσεων μεταξύ των ευγενών, και είχε διατελέσει άρχων το 525/4. Ο Ισαγόρας, νοσταλγός της τυραννίδας, επικράτησε με την υποστήριξη εταιρειών και εξελέγη άρχων το 508/7 π.Χ. Τότε, ο Κλεισθένης στράφηκε στο δήμο και κυρίως στους μη ευγενείς και πρότεινε ένα ριζοσπαστικό και πολύ ενδιαφέρον στη σύλληψη πρόγραμμα. Ο Ισαγόρας ζήτησε τη βοήθεια της Σπάρτης, η οποία συγκάλεσε συνέδριο της Πελοποννησιακής συμμαχίας. Επειδή οι βασιλείς της Σπάρτης, Κλεομένης και Δημάρατος, εξέφρασαν διαφορετικές απόψεις, αφού ο πρώτος υποστήριξε τον Ισαγόρα, ενώ ο δεύτερος όχι, και ορισμένες πόλεις, όπως η Κόρινθος, προέβαλαν αντιρρήσεις, ο Ισαγόρας παρέμεινε χωρίς βοήθεια και η εσωτερική πολιτική κατάσταση της Αθήνας άλλαξε εντελώς.   Υπάρχει μία ανακρίβεια στο χρονικό προσδιορισμό της κατάθεσης της πρότασης του Κλεισθένη. Το 507/6 άρχων ήταν ένας συγγενής του Κλεισθένη. Επομένως, οι προτάσεις του Κλεισθένη κατατέθηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας του Ισαγόρα ή την αρχή του επόμενού έτους, δηλαδή το 508/7 ή το 507. Το πρώτο πεδίο των μεταρρυθμίσεων του Κλεισθένη ήταν η διάρθρωση του σώματος των πολιτών. Η επικράτεια της Αττικής διαιρέθηκε σε τρεις περιοχές: το άστυ, την παράλια (χώρα), και τη μεσόγαια (χώρα), καθεμία από τις οποίες υποδιαιρούνταν σε 10 τριττύες. Κάθε τριττύς περιείχε έναν αριθμό δήμων, τέτοιο ώστε ο πληθυσμός να ισοκατανέμεται στις τριττύες. Η νέα διάρθρωση του σώματος των πολιτών επιτεύχθηκε με τη δημιουργία δέκα νέων φυλών, καθεμία από τις οποίες αποτελούνταν από τρεις τριττύες, καθεμιά από διαφορετική περιοχή, αναμιγνύοντας το πληθυσμό. Ταυτόχρονα, όμως, ο Κλεισθένης δεν κατήργησε τις τέσσερις φυλές, οι οποίες συνέχισαν να υπάρχουν ως θρησκευτικές ενώσεις.   Οι δήμοι προϋπήρχαν χωρίς, ωστόσο, να έχουν πολιτική σημασία. Με τις μεταρρυθμίσεις που εισηγήθηκε ο Κλεισθένης, ο κάθε δήμος γινόταν η μικρότερη διοικητική μονάδα, με την ακόλουθη θεσμική οργάνωση. Επικεφαλής του δήμου ήταν ο δήμαρχος. Ο δήμος διατηρούσε τα ληξιαρχικά μητρώα, η εγγραφή στα οποία ήταν προϋπόθεση της απόκτησης της ιδιότητας του πολίτη, τελούσε παραδοσιακές λατρείες. Η εγγραφή στα μητρώα ενός δήμου ήταν κληρονομική και μπορούσε να αλλάξει μόνο με υιοθεσία από δημότη άλλου δήμου. Τα δημοτικά ονόματα καθιερώθηκαν ως συστατικό του ονόματος κάθε πολίτη.   Ο Κλεισθένης αντικατέστησε τη βουλή των 400, η οποία προέκυπτε από τις τέσσερις σολώνειες τάξεις (οι οποίες, ωστόσο, συνέχισαν να υπάρχουν), με τη βουλή των 500, τα μέλη της οποίας αναδεικνύονταν με κλήρωση, 50 από κάθε φυλή. Οι αρμοδιότητές της εκτείνονταν σε δύο τομείς: ο πρώτος σχετιζόταν με την προβούλευσιν, τη διαμόρφωση της ημερήσιας διάταξης με τη σύνταξη του πρώτου κειμένου για αποφάσεις ή νόμους, ενός προσχεδίου, δηλαδή, νόμου ή ψηφίσματος, επί του οποίου θα διεξαγόταν η συζήτηση στην εκκλησία του δήμου. Ο δεύτερος αναφερόταν στην επίβλεψη της διοίκησης, με την εποπτεία των αρχόντων και του στόλου, των δημοσίων κτηρίων ή της διοργάνωσης των μεγάλων εορτών. Τα μέλη της βουλής αναδεικνύονταν με κλήρωση, 50 από κάθε φυλή, για ένα χρόνο, με δικαίωμα κλήρωσης δύο φορές. Το κάθε τμήμα των βουλευτών μιας φυλής αναλάμβανε την πρυτανεία για ένα δέκατο του πολιτικού έτους και η φυλή αυτή το διάστημα αυτό ονομαζόταν πρυτανεύουσα.   Στον Κλεισθένη, επίσης, αποδίδεται η δημιουργία του θεσμού της στρατηγίας. Οι στρατηγοί ήταν αιρετοί αξιωματούχοι.   Ο Κλεισθένης εισηγήθηκε το θεσμό του οστρακισμού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε ως μέσο εξουδετέρωσης προσώπων που επηρέαζαν τα πράγματα σε βαθμό τέτοιο ώστε να κινδυνεύει το δημοκρατικό πολίτευμα. Εφαρμόστηκε από το 487 έως το 417. Ο οστρακισμός διεξαγόταν κατά την έκτη πρυτανεία κάθε έτους. Ο θεσμός αυτός παρατηρείται σε δύο ακόμη πόλεις, την Κυρήνη και τις Συρακούσες.   Μετά την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του Κλεισθένη, το δημοκρατικό πολίτευμα παρέμεινε σχετικά σταθερό, καθώς διευρύνθηκε μόνο σε σημεία. Η σημασία των ευγενών διατηρήθηκε, καθώς τον 5ο αιώνα οι ευγενείς κυριαρχούσαν στην πολιτική ζωή της Αθήνας. Αφαιρέθηκε, όμως, από αυτούς η αποκλειστικότητα στην άσκηση της εξουσίας. Έπαψε, ακόμη, η αντιπαράθεσή τους εκτός των θεσμών, αφού οι πολιτικές αντιπαραθέσεις γίνονταν πλέον στην εκκλησία με τους λόγους. Πηγή: http://www.namuseum.gr http://el.wikipedia.org Μελανόμορφη  Ερυθρόμορφη Δωρικός Ρυθμός  Ιωνικός Ρυθμός