© Τσιατούχας Αρης Ο Κόμης Ιωάννης Καποδίστριας, (Κέρκυρα, 10 Φεβρουαρίου 1776 - Ναύπλιο 9 Οκτωβρίου 1831) ήταν Έλληνας διπλωμάτης και πολιτικός που διετέλεσε πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας, κατά τη μεταβάτικη περίοδο και ενώ τελούσε υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων, και νωρίτερα υπουργός εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.   Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια με πολιτική παράδοση γι'αυτό και αναμείχθηκε με την πολιτική ήδη από το 1803 οπότε και διορίστηκε γραμματέας της επικράτειας της Ιονίου Πολιτείας. Με την κατάληψη των Επτανήσων από τους Γάλλους αποσύρθηκε και εντάχθηκε στη ρωσική διπλωματική υπηρεσία. Εκεί ανέλαβε σημαντικές θέσεις, καταφέρνοντας να αναδειχθεί σε υπουργό εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από το 1815 έως το 1822, οπότε και υποχρεώθηκε σε παραίτηση λόγω της επανάστασης του 1821. Στις 14 Απριλίου 1827 η Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας τον επέλεξε πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας, θέση από την οποία ήρθε σε τριβή με τους τοπικούς αξιωματούχους με αποτέλεσμα την δολοφονία του στις 9 Οκτωβρίου 1831 στο Ναύπλιο από τον αδελφό και τον υιό του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, σε αντίποινα της φυλάκισης του τελευταίου. Ως κυβερνήτης της Ελλάδας προώθησε σημαντικές μεταρρυθμίσεις για την ανόρθωση της κρατικής μηχανής, καθώς και για την θέσπιση του νομικού πλαισίου της πολιτείας, απαραίτητου για την εγκαθίδρυση της τάξης. Επίσης, αναδιοργάνωσε τις ένοπλες δυνάμεις υπό ενιαία διοίκηση πετυχαίνοντας αφενός να καταπολεμήσει το κατεστημένο των φατριών και αφετέρου να παρεμποδίσει την οθωμανική προέλαση. Πρώιμα χρόνια   Γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 10 Φεβρουαρίου του 1776 και ήταν το έκτο παιδί[i] του Αντωνίου - Μαρία Καποδίστρια, δικηγόρου στο επάγγελμα, και της Διαμαντίνας Γονέμη, κόρη αριστοκρατικής οικογένειας με καταγωγή από την Κύπρο. Καταγόταν από παλιά κερκυραϊκή οικογένεια και συγκεκριμένα από τους Καποδίστρια της συνοικίας των τειχών (de la contrada delle mura). Η καταγωγή των Καποδίστρια ήταν από το ακρωτήριο Ίστρια της Αδριατικής (Capo d'Istria) ενώ κατ' άλλους από τη Βενετία. Όλοι οι απόγονοι του Νικολάου και Αντωνίου Καποδίστρια είχαν το δικαίωμα να φέρουν τον τίτλο του κόμη, τίτλος που τους είχε απονείμει ο Κάρολος Εμμανουήλ Β΄, δούκας της Σαβοΐας και βασιλιάς της Κύπρου, το 1689. Η αναγνώριση του τίτλου από την Δημοκρατία της Βενετίας πραγματοποιήθηκε μόλις την 1η Ιουλίου 1796. Και η οικογένεια Καποδίστρια και η οικογένεια Γονέμη ήταν γραμμένες στην Χρυσή Βίβλο (Libro d'Oro), από το 1679 και από το 1606 αντίστοιχα. Ανάδοχός του ήταν ο Κώστας Αδάμης.   Φοίτησε στο μοναστήρι της Αγίας Ιουστίνης, όπου έμαθε Λατινικά, Ιταλικά και Γαλλικά και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Βενετία. Την περίοδο 1795-1797 σπούδασε Ιατρική στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Μετά το πέρας των σπουδών του επέστρεψε αμέσως στην Κέρκυρα όπου άσκησε το ιατρικό επάγγελμα αφιλοκερδώς. Στις 12 Απριλίου 1799 διορίστηκε από τον ναύαρχο Καντίρ διευθυντής του οθωμανικού νοσοκομείου.[   Επτανησιακή Δημοκρατία   Η πρώτη εμπλοκή του Ιωάννη Καποδίστρια με τα κοινά της Επτανησιακής Δημοκρατίας έγινε μέσω του πατέρα του όταν και κλήθηκε να τον αντικαταστήσει. Ο Αντώνιος - Μαρία Καποδίστριας είχε αναλάβει μαζί με τον Νικόλαο Σιγούρο να αποκαταστήσει την τάξη στα νησιά του Ιονίου και να εφαρμόσει το σύνταγμα. Λόγω όμως προσωπικού κωλύματος του δεύτερου, αντικαταστάθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια. Στις αρχές Μαΐου έφτασε με τον Σιγούρο στην Κεφαλονιά, όπου η κατάσταση είχε ξεφύγει απο τον έλεγχο λόγω της διαμάχης των τοπικών οικογενειών για την κατάληψη της εξουσίας. Αφού κατάργησαν την τοπική κυβέρνηση, ως αυτοκρατορικοί επίτροποι, ανέλαβαν οι ίδιοι προσωπικά την εξουσία του νησιού. Μέχρι το τέλος Ιουνίου, ο Καποδίστριας και ο Σιγούρος είχαν καταφέρει να εδραιώσουν την τάξη και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τους στασιαστές. Η παραμονή τους παρατάθηκε μέχρι και τις αρχές Σεπτεμβρίου, οπότε και επέστρεψαν στην Κέρκυρα.   Τον Ιούνιο του 1802 ίδρυσε μαζί με άλλους τον Εθνικό Ιατρικό Σύλλογο, στον οποίο εξελέγη γραμματέας. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους στάλθηκε από τους Ρώσους, που είχαν πια την εξουσία στα Επτάνησα, στην Κεφαλονιά για να επιβάλλει για ακόμη μια φορά την τάξη. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Κέρκυρα για να διοριστεί τον Απρίλιο του 1803 γραμματέας του Κράτους στο τμήμα των εξωτερικών υποθέσεων, η αρμοδιότητα του οποίου ήταν η αλληλογραφία με τους επιτετραμμένους της Δημοκρατίας στο εξωτερικό.[iii] Στις 24 Νοεμβρίου εκφώνησε εκ μέρους της γερουσίας τον επικήδειο του Σπυρίδωνος Γεωργίου Θεοτόκη, προέδρου της Επτανησιακής Γερουσίας. Τον Μάιο του 1805 ύστερα από πρόταση του Ρώσου πληρεξούσιου, η γερουσία εξέλεξε 10μελή επιτροπή, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και ο Ιωάννης Καποδίστριας, προκειμένου να συντάξει έκθεση με τις διατάξεις του συντάγματος που θα έπρεπε να αναθεωρηθούν. Η έκθεση παραδόθηκε τον επόμενο χρόνο και οι μεταρρυθμίσεις εγκρίθηκαν λίγους μήνες αργότερα. Τον Μάιο του 1806 έληξε η θητεία του ως γραμματέας του κράτους και τον επόμενο μήνα ανέλαβε την διεύθυνση της δημόσιας σχολής της Δημοκρατίας, που είχε ιδρυθεί με δική του πρωτοβουλία.   Στις εκλογές του 1806 ο Ιωάννης Καποδίστριας εξελέγη όγδοος σε ψήφους στην Κέρκυρα. Εδώ πρέπει να σημειωθεί οτι ο Καποδίστριας διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον Ρώσο πληρεξούσιο Μοτσενίγου, του οποίου ήταν προστατευόμενος. Εξελέγη γραμματέας της γερουσίας και στη συνέχεια γραμματέας και εισηγητής της επιτροπής που θα συνέτασσε το σχέδιο του νέου συντάγματος. Απο τη θέση αυτή ήρθε σε διαφωνία με τον Ρώσο πληρεξούσιο καθώς οι αλλαγές που πρότεινε ο πρώτος ήταν κατά πολύ πιο φιλελεύθερες σε σχέση με αυτές της ρωσικής αυλής. Παρ'ολα αυτά και μπροστά στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε ο Καποδίστριας εισηγήθηκε στη γερουσία την ψήφιση του συντάγματος με το επιχείρημα ότι κανένα άλλο σύνταγμα δεν είχε εγκριθεί και ότι μόνο αυτό που είχε προτείνει ο Μοτσενίγου θα τύγχανε έγκρισης από τη ρωσική αυλή.   Στις 2 Ιουνίου 1807 η γερουσία τον διόρισε έκτακτο επίτροπο στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα) με ουσιαστικό σκοπό την άμυνα του νησιού από τους Οθωμανούς. Ουσιαστικά βρισκόταν υπό τις διαταγές του Ρώσου στρατηγού, ανήκε δηλαδή στη ρωσική υπηρεσία. Μαζί με τον Καποδίστρια έφτασαν 300 Ρώσοι στρατιώτες καθώς και ο μητροπολίτης Άρτας Ιγνάτιος. Υπό την προστασία των Ρώσων συνεργάστηκε με τους αρματολούς οργανώνοντας μάλιστα και την περίφημη μυστική συνέλευση των κλεφτοαρματωλών που συμμετείχαν όλοι οι οπλαρχηγοί που είχαν καταφύγει στην Λευκάδα (Βαρνακιώτης, Μπουκουβάλας, Μπότσαρης). Στη συνέλευση αυτή ο Καποδίστριας αναγνώρισε τον Αντώνη Κατσαντώνη ως γενικό αρχηγό των κλεφτών στη Δυτική Ελλάδα. Η συνθήκη όμως του Τιλσίτ μεταξύ Ρώσων και Γάλλων επανέφερε το παλαιό καθεστώς, με αποτέλεσμα ο Καποδίστριας να ανακληθεί πίσω στην Κέρκυρα και οι Έλληνες οπλαρχηγοί να απομονωθούν παρά τις ρητές οδηγίες του προς τη γερουσία με τις οποίες συμβούλευε το σώμα να κρατήσει ανεκτή στάση απέναντι στους κλέφτες έτσι ώστε οι τελευταίοι αφενός να φθείρουν τα στρατεύματα του Αλή Πασά και αφετέρου να τον κρατούν μακριά από την Λευκάδα.   Αν και ο Γάλλος στρατηγός Berthier τού προσέφερε αρκετά αξιώματα, ο Καποδίστριας αρνήθηκε να τα δεχτεί, προσμένοντας κάποια καλύτερη πρόταση απο την Ρωσία, με τους αξιωματούχους της οποίας διατηρούσε άριστες σχέσεις.   Διπλωματική σταδιοδρομία Η πρόταση που περίμενε από τη Ρωσία ήρθε τον Μάιο του 1808 όταν ο Κόμης Νικόλαος Πέτροβιτς Ρουμιάντσεφ, επικεφαλής του υπουργείου εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, του έστειλε επιστολή με την οποία αφού του ανακοίνωνε την τίμηση του με τον τίτλο Β' Τάξεως του ιππότη του τάγματος της Αγίας Άννας, τον προσκαλούσε στην Αγία Πετρούπολη, όπου έφτασε τον Ιανουάριο του επόμενου έτους. Αρχικά ο Ρουμιάντσεφ τον διόρισε επιτετραμμένο στην αυλή του αντιβασιλιά της Ιταλίας, διορισμός όμως που ακυρώθηκε. Τελικώς διορίστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών ως κρατικός σύμβουλος. Αφού παρέμεινε για δύο χρόνια στην Αγία Πετρούπολη, διορίστηκε στις 20 Αυγούστου 1811 ακόλουθος στην πρεσβεία της Βιέννης, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον Μάιο του 1812. Επόμενος σταθμός στην πορεία του ήταν το Βουκουρέστι όπου ως διορίστηκε αξιωματούχος με πολιτικά καθήκοντα στη στρατιά του Δούναβη. Εκεί συνδέθηκε με τον ναύαρχο Τσιτσαγκώφ, του οποίου έγινε σύμβουλος και διευθυντής του διπλωματικού του γραφείου. Για τις υπηρεσίες του αυτές τιμήθηκε με τον βαθμό του κρατικού συμβούλου εν ενεργεία. Την ίδια εποχή ο ναύαρχος Τσιτσαγκώφ αντικαταστάθηκε λόγω δυσμένειας από τον στρατηγό Μπαρκλάυ δε Τόλλυ (Barclay de Tolly) χωρίς όμως αυτό να επηρεάσει τον Καποδίστρια, στον οποίο απονεμήθηκε το παράσημο Γ' Τάξεως του Αγίου Βλαδίμηρου. Τον Οκτώβριο του 1813 παρασημοφορήθηκε από τον Τσάρο με τον μεγαλόσταυρο της Αγίας Άννας.   Η άνοδος του Καποδίστρια στην ρωσική αυτοκρατορική αυλή επιβεβαιώθηκε με τον διορισμό του πρώτου από τον Τσάρο Αλέξανδρο ως μυστικού απεσταλμένου στην Ελβετία με σκοπό να προσεταιριστεί την φιλικά προσκείμενη προς την Γαλλία κυβέρνηση. Εκτός από τον Καποδίστρια, διορίστηκε και ο βαρόνος Lebzeltern, εκ μέρους της αυστριακής πλευράς καθώς η αποστολή ήταν κοινή. Παρόλα αυτά οι σκοποί δεν ήταν ακριβώς ίδιοι, καθώς οι Ρώσοι ενδιαφέρονταν να εξασφαλίσουν την ουδετερότητα και την ανεξαρτησία της Ελβετίας, ενώ οι Αυστριακοί να εγκαθιδρύσουν φίλα προσκείμενη κυβέρνηση και να εξασφαλίσουν άδεια διέλευσης των αυστριακών στρατευμάτων από την ελβετική επικράτεια. Ο Lebzeltern εργάστηκε μυστικά υπό τις οδηγίες του Μέτερνιχ προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του. Στις 20 Δεκεμβρίου 1813 κάλεσε τον Καποδίστρια και του ζήτησε να υπογράψει διακοίνωση με την οποία τα συμμαχικά στρατεύματα θα επιτρεπόταν να εισέλθουν στην ελβετική επικράτεια μέχρι να εξασφαλίσουν τα εδάφη που η Γαλλία είχε αποσπάσει από την Ελβετία. Ο Καποδίστριας, αντιλαμβανόμενος ότι η διακοίνωση ήταν έργο της αυστριακής κυβέρνησης αρνήθηκε να την υπογράψει αλλά λίγο αργότερα άλλαξε γνώμη. Αφού την υπέγραψε εκ μέρους της ρωσικής πλευράς, αποχώρησε για την Βάδη, όπου βρισκόταν το στρατηγείο του Τσάρου. Ο τελευταίος περίμενε ότι ο Καποδίστριας δεν θα είχε υπογράψει την διακοίνωση. Εξεπλάγη, όμως, όταν ο νεαρός διπλωμάτης του ανέφερε ότι έπραξε το αντίθετο. Σύμφωνα με τον Καποδίστρια, η ανακοίνωση της διακοίνωσης και η εισβολή του αυστριακού στρατού στην Ελβετία, θα είχαν ως αποτέλεσμα τον διχασμό των κατοίκων και παράλληλα να παρουσιαστούν οι Αυστριακοί ως υποκινητές πραξικοπήματος. Συνέστησε μάλιστα στον Τσάρο να ζητήσει την αποκήρυξη της διακοίνωσης, μιας και οι Αυστριακοί δεν θα μπορούσαν να επικαλεστούν την υπογραφή του μυστικού πράκτορά τους, όπερ και εγένετο. Το αποτέλεσμα των διπλωματικών κινήσεων του Καποδίστρια ήταν οι Αυστριακοί να χάσουν κάθε έρεισμα στην Ελβετία, η οποία εξασφάλισε την ουδετερότητα και την ανεξαρτησία της.   Οι διπλωματικές εξελίξεις στην Ζυρίχη συνεχίζονταν χωρίς όμως κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα αφού τα ομόσπονδα κράτη της Ελβετίας διαφωνούσαν μεταξύ τους. Ο Τσάρος Αλέξανδρος διόρισε τον Καποδίστρια έκτακτο απεσταλμένο του και πληρεξούσιο υπουργό για την Ελβετία. Από τη θέση αυτή συνεισέφερε στο ελβετικό σύνταγμα, που προέβλεπε αυτόνομα κρατίδια (καντόνια) σαν μέλη της Ελβετικής ομοσπονδίας, με προσωπικά προσχέδια. Συγκεκριμένα απέστειλε υπόμνημα προς τον πρόεδρο της Δίαιτας (βουλής) με τις βασικά στοιχεία που θα έπρεπε να περιέχει το σύνταγμα. Πράγματι κατά το μεγαλύτερο μέρος του, το υπόμνημα ακολουθήθηκε. Να σημειωθεί επίσης ότι η συμμετοχή της Γενεύης στο νέο αυτό κρατίδιο ήταν καθαρά δική του πρωτοβουλία. Στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι προκειμένου να συνομιλήσει με τον Τσάρο για το θέμα των Επτανήσων, δίχως όμως να λάβει κάποια διαβεβαίωση. Κατά την παραμονή του παρασημοφορήθηκε με τον σταυρό β΄ τάξεως, του Αγίου Βλαδίμηρου. Στις αρχές Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο της Βιέννης, συνέδριο σταθμός για την ευρωπαϊκή ιστορία, στο οποίο συμμετείχε ως μέλος της ρωσικής αντιπροσωπίας. Στα τέλη του 1814 διορίστηκε αντιπρόσωπος της Ρωσίας στις επίσημες συνεδριάσεις της επιτροπής των πέντε ενώ τιμήθηκε με τον μεγαλόσταυρο του Λεοπόλδου και τον μεγαλόσταυρο του ερυθρού αετού από τον βασιλιά της Αυστρίας και της Πρωσίας αντίστοιχα. Η παρουσία του Καποδίστρια στη Βιέννη πρέπει να θεωρείται καταλυτική, καθώς με τις συμβουλές του επηρέαζε αποφασιστικά τον Τσάρο. Κατά τον ιππότη φον Γκεντς, σύμβουλο του Μέττερνιχ, η τελική πράξη του συνεδρίου που υπογράφηκε τον Μάιο του 1815 ήταν δημιούργημα του Καποδίστρια και του ιδίου.   Σχετικά με την στάση του Καποδίστρια στα ελληνικά ζητήματα είναι απαραίτητο να αναφερθεί το συγκεκριμένο περιστατικό: σε κάποια στιγμή των εργασιών του συνεδρίου θεώρησε ότι ήταν και η καταλληλότερη στιγμή να θέσει υπόψη του συνεδρίου το ζήτημα των Ελλήνων που παρέμεναν υπό τον τουρκικό ζυγό. Τότε πλησιάζοντας τον Αυτοκράτορα Αλέξανδρο του μίλησε ιδιαιτέρως προκειμένου εκείνος ν΄ αναλάβει την πρόνοια υπέρ των Ελλήνων προσθέτοντας μεταξύ άλλων ότι οι Έλληνες μετά τον Θεό θεωρούν προστάτη τους μόνο την ομόθρησκη Αυτοκρατορία (Ρωσία). Τότε ο Τσάρος του έδωσε την άδεια να θέσει το ζήτημα σε μία των συνεδριάσεων και στη συνέχεια θ΄ αναλάμβανε εκείνος το βάρος. Πράγματι ο Καποδίστριας στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση λαμβάνοντας τον λόγο είπε: "Νομίζω πως χρέος των Μεγαλειοτάτων είναι να λάβετε οποιαδήποτε πρόνοιαν και δια το καταδυναστευόμενον ελληνικόν έθνος παρά της Οθωμανικής εξουσίας, το οποίον υποφέρει τόσους αιώνας τον τυραννικόν οθωμανικόν ζυγόν και το οποίον διακινδυνεύει να πέση εις την τελευταίαν εξόντωσιν και τον μηδενισμόν, όθεν δεν μου φαίνεται δίκαιον το να αδιαφορήσουν οι Βασιλείς." Τότε ο Μέττερνιχ, που καλλιεργούσε αντιλαϊκά πνεύματα, σηκώθηκε και απαντώντας στον Ρώσο διπλωμάτη Καποδίστρια με έντονο ειρωνικό, προσβλητικό αλλά και απειλητικό τρόπο είπε: "Κύριε Κόμη! Η Ευρώπη δεν γνωρίζει Έλληνας, γνωρίζει την Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν υπό της οποίας την εξουσίαν είναι οι κατοικούντες σ΄ αυτήν Έλληνες. Δια τούτο φαίνεται, Κύριε Κόμη, υποστήριξες τόσον, και άφησες εκτός Συνδέσμου της Ιεράς Συμμαχίας, το απέραντον Οθωμανικόν Κράτος, αλλά δεν θα επιτύχεις τις ελπίδες σου περί τούτων". Τότε ο Αυτοκράτορας Αλέξανδρος θεωρώντας την προσβολή αυτή του αντιπροσώπου του ως ενάντια του προσώπου του εγέρθηκε και με έντονη φωνή διέκοψε τον Μέττερνιχ λέγοντάς του: "Οι Έλληνες διά της Θείας Πρόνοιας και της Ευρωπαϊκής αιχμής ενόπλου βοήθειας θέλουν ελευθερωθούν ταχέως και συμφώνως προς τα αρχαία πατρογονικά των δίκαια, θα μείνουν ελεύθεροι, αυτόνομοι και ανεξάρτητοι." Κατόπιν αυτών ο μεν Καποδίστριας δεν συνέχισε την ομιλία του αλλά και ούτε ο Μέττερνιχ τόλμησε ν΄ απαντήσει, στη δε δημιουργηθείσα εκείνη ένταση που φαίνεται πως μάλλον επέφερε κάποια διακοπή, ανέλαβε στη συνέχεια ο αρχηγός της ρωσικής αντιπροσωπίας Νέσελροντ να θέσει αντιπρόταση επί της εισήγησης του Καποδίστρια της οποίας ακολούθησαν διάφορες ανταλλαγές απόψεων, που εκλήφθηκαν τελικά μόνο ως βολιδοσκοπήσεις των άλλων Ηγεμόνων, επί του ελληνικού ζητήματος, χωρίς να ληφθεί σχετική απόφαση.   Το 1815 ίδρυσε την Φιλόμουσο εταιρεία μαζί με τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο, τον Άνθιμο Γαζή, τον Στούρτζα κ.α. και σκοπός της ήταν να βοηθήσει νεαρούς Έλληνες να σπουδάσουν. Τα μέλη αυτής ήταν με το πλευρό των Ρώσων για αυτό και η αυστριακή αστυνομία παρακολουθούσε τις δραστηριότητές της.Με την είσοδο των συμμαχικών δυνάμεων στο Παρίσι ο Καποδίστριας ανέλαβε την εκπροσώπηση της Ρωσίας στην ομώνυμη συνδιάσκεψη, όπου προσπάθησε να επιβάλλει τις ρωσικές απόψεις, πετυχαίνοντας την ακεραιότητα της Γαλλίας και την επιβολή συνταγματικής διακυβέρνησης στα Επτάνησα. Με δική του παρέμβαση πέτυχε οι Ηνωμένες πολιτείες των Ιόνιων Νήσων να αποκτήσουν τα βασικά χαρακτηριστικά κράτους δηλαδή σύνταγμα, ένοπλες δυνάμεις, εκλεγμένη κυβέρνηση και σημαία. Η συνθήκη της 5ης Νοεμβρίου 1815 αποτελεί μια από τις σημαντικότερες επιτυχίες στην προσωπική διαδρομή του Καποδίστρια. Μετά την συνδιάσκεψη των Παρισίων ο Τσάρος διόρισε τον Καποδίστρια γραμματέα επί των εξωτερικών υποθέσεων. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ήδη από το 1814 ο Τσάρος Αλέξανδρος είχε αποφασίσει να αφήσει κενή την θέση του υπουργού εξωτερικών και να χειριστεί μόνος του την εξωτερική πολιτική διορίζοντας όμως ως γραμματέα του επί των εξωτερικών υποθέσεων τον Νέσελροντ. Τον επόμενο χρόνο διόρισε και δεύτερο γραμματέα, αυτή την φορά τον Καποδίστρια. Ο Νέσελροντ είχε χάσει την αυτοκρατορική εύνοια από καιρό, οπότε ουσιαστικός διαχειριστής των εξωτερικών υποθέσεων ήταν ο Καποδίστριας, ο οποίος συμβούλευε τον Τσάρο για όλα τα θέματα. Ως πλέον γραμματέας επί των εξωτερικών, ο Καποδίστριας συμμετείχε στο συνέδριο του Άαχεν και στη διάσκεψη του Κάρλσμπαντ. Μετά το τέλος των διπλωματικών του υποχρεώσεων ζήτησε και έλαβε άδεια για να ταξιδέψει στην πατρίδα του, την Κέρκυρα. Μετά απο παραμονή δύο μηνών αναχώρησε για την Ιταλία και στη συνέχεια για το Λονδίνο, όπου έτυχε ψυχρής υποδοχής. Στις συζητήσεις του με τους Άγγλους αξιωματούχους σχετικά με το ζήτημα των Ιονίων νήσων δεν βρήκε ανταπόκριση με αποτέλεσμα να αποχωρήσει άπρακτος για την Αγία Πετρούπολη.   Το 1820 και 1821 συμμετείχε στα συνέδριο του Τροπώ και του Λάιμπαχ. Στα δύο αυτά συνέδρια ο Τσάρος Αλέξανδρος επηρεασμένος από τον Μέττερνιχ ακολούθησε την πολιτική της Αυστρίας παραμερίζοντας σε έναν μεγάλο βαθμό τον Καποδίστρια. Στο συνέδριο του Λάιμπαχ ήρθε η είδηση για την αποστασία του Αλέξανδρου Υψηλάντη και την επανάσταση στη Μολδοβλαχία. Ο Υψηλάντης μάλιστα απέστειλε επιστολή στο Τσάρο ζητώντας του την βοήθειά του. Η απάντηση του Καποδίστρια στον Υψηλάντη ήταν γραμμένη σε αυστηρό ύφος και απηχούσε τις απόψεις του Τσάρου. Εν ολίγοις αρνιόταν την όποια βοήθεια, έδιωχνε τους Υψηλάντηδες από τον ρωσικό στρατό και τους απαγόρευε να επιστρέψουν στη Ρωσία. Παρ' όλες τις ενέργειές του, ο Καποδίστριας μυστικά πίεζε τον Τσάρο να ταχθεί υπέρ των Ελλήνων. Στο δε συνέδριο έδωσε πραγματική μάχη για να μην αποσταλεί βοήθεια προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι ξένες δυνάμεις να κρατήσουν αυστηρή ουδετερότητα. Σε αυτό το πλαίσιο κινήσεων εξηγείται και το τελεσίγραφο που επέδωσε ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη στον Σουλτάνο ύστερα από τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και τις σφαγές των Ελλήνων. Η διαφωνία μεταξύ Τσάρου και Καποδίστρια δεν άργησε να εκδηλωθεί. Ο δεύτερος υποστήριζε την ανάληψη μονομερής ενέργειας κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ενώ ο πρώτος ενδιαφερόταν μόνο για την στάση του Λονδίνου. Από τα τέλη του 1821 ο Καποδίστριας είχε χάσει την αυτοκρατορική εύνοια και στις αρχές του 1822 ο Τσάρος αποφάσισε να αφαιρέσει την διαχείριση του ανατολικού ζητήματος από τον Καποδίστρια. Τον Φεβρουάριο του 1822 ο Τσάρος απέστειλε εν αγνοία του Καποδίστρια στην Βιέννη τον Τατίτσεφ με εντολές να εξουσιοδοτήσει τον Μέττερνιχ να διαπραγματευθεί για λογαριασμό της Ρωσίας με την Υψηλή Πύλη. Λίγες μέρες πριν ο Αυστριακός πρεσβευτής είχε παραπονεθεί στον Τσάρο ότι ο Καποδίστριας επίτηδες συκοφαντούσε τον Αυτοκράτορα της Αυστρίας στον Τσάρο προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του σχετικά με το ανατολικό ζήτημα.   Ο παραγκωνισμός του στην αυλή από τον Νέσελροντ και η συνεχής διαφωνία του με τον Τσάρο, τον ανάγκασε να ζητήσει ιδιαίτερη ακρόαση από τον τελευταίο. Σε αυτή του ανακοίνωσε την διαφωνία του σχετικά με τη νέα εξωτερική πολιτική. Απότοκος της συζήτησης αυτής ήταν η παραχώρηση άδειας για λόγους υγείας στον Καποδίστρια.[15] Ο Τσάρος απέφυγε να τον απομακρύνει από την θέση του υπουργού εξωτερικών για να μην γίνει γνωστή η διαφωνία τους. Στις 19 Αυγούστου 1822 αναχώρησε από την Αγία Πετρούπολη και λίγους μήνες αργότερα εγκαταστάθηκε στην Γενεύη, όπου έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης. Εκεί συναναστρεφόταν με τον γνωστό τραπεζίτη Εϋνάρδο και προσπάθησε να βοηθήσει την επαναστατημένη Ελλάδα ενισχύοντας τον φιλελληνισμό. Παράλληλα πραγματοποιούσε επαφές με διακεκριμένες προσωπικότητες όπως τον Στράτφορντ Κάνινγκ (Stratford Canning), ξάδερφο του πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας Γεώργιου Κάνινγκ και πρεσβευτή αυτής στην Κωνσταντινούπολη κ.α.   Κυβερνήτης της Ελλάδας   Κύριο άρθρο: Κυβέρνηση Καποδίστρια   Η πρωτοβουλία για τον διορισμό του Καποδίστρια στην θέση του κυβερνήτη ανήκε στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Με την βοήθεια της αγγλικής παράταξης αποφασίστηκε τελικά στην Γ΄ εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας να κληθεί ο Καποδίστριας να αναλάβει τα ηνία της χώρας με θητεία επτά ετών. Σύμφωνα με τις αποφάσεις της συνέλευσης, ο κυβερνήτης θα δεσμευόταν από το σύνταγμα της Επιδαύρου έτσι όπως θα αναθεωρείτο από τη συνέλευση. Στις 30 Μαρτίου 1827 εξελέγη επίσημα κυβερνήτης της Ελλάδας. Η εκλογή του θεωρήθηκε ως ήττα της Αγγλικής εξωτερικής πολιτικής και νίκη της Ρωσίας. Πριν δεχθεί την πρόταση που του έγινε επισκέφθηκε την Πετρούπολη προκειμένου να αποδεσμευθεί επισήμως από την υπηρεσία του Τσάρου. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το Λονδίνο, όπου είχε συναντήσεις με Βρετανούς πολιτικούς. Ύστερα από σύντομη παραμονή στο Παρίσι αναχώρησε για την Ελλάδα. Στις 18 Ιανουαρίου 1828 έφτασε στο Ναύπλιο όπου έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής και τέσσερις μέρες αργότερα στην Αίγινα, πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Λίγο αργότερα αποφασίστηκε το Ναύπλιο να ξαναγίνει πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Η Κυβέρνηση Καποδίστρια είχε σημαντικό έργο:   Εσωτερική πολιτική   Στο εσωτερικό της χώρας ο Καποδίστριας είχε να αντιμετωπίσει την πειρατεία, τους ανύπαρκτους θεσμούς, την διάλυση του στρατού καθώς και την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας. Μια από τις βασικές προϋποθέσεις που έθεσε για να αναλάβει την ηγεσία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους ήταν η αναστολή του συντάγματος και η διάλυση της βουλής, όροι που τελικώς έγιναν αποδεκτοί. Στη θέση της βουλής δημιούργησε το "Πανελλήνιον", ένα γνωμοδοτικό όργανο αποτελούμενο από 27 μέλη με καθαρά διακοσμητικό χαρακτήρα, ενώ την διακυβέρνηση ανέλαβε η κεντρική γραμματεία, ένα είδος υπουργικού συμβουλίου, διοικούμενο από τον ίδιο. Επίσης, χώρισε την χώρα σε διοικητικές περιφέρειες. Να σημειωθεί ότι αρχικά είχε δεσμευθεί για τη διενέργεια εκλογών τον Απρίλιο του 1828, στη συνέχεια όμως προχώρησε στην αναβολή αυτών λόγω της χαώδους κατάστασης που επικρατούσε στο εσωτερικό. Όταν αυτές διεξήχθησαν, διατυπώθηκαν βάσιμες κατηγορίες για νοθεία. Αν και κυβερνήτης, ο Καποδίστριας εξελέγη σε 36 περιφέρειες, γεγονός που προκάλεσε την οργή των συνεργατών του, ένας εκ των οποίων, ο Σπυρίδων Τρικούπης, με αφορμή αυτό παραιτήθηκε από πληρεξούσιος και αναχώρησε για την Ύδρα. Ιδιαίτερη μέριμνα επέδειξε και για την δημιουργία δικαστηρίων θεσπίζοντας και κώδικα πολιτικής δικονομίας   Μία απο τις πρώτες του κινήσεις ήταν η καταστολή της πειρατείας, έργο το οποίο ανέλαβε με επιτυχία ο Ανδρέας Μιαούλης. Παράλληλα προχώρησε στην αναδιοργάνωση του στρατού, που ήταν απαραίτητος για την συνέχιση του πολέμου και την επέκταση των συνόρων, καθώς και στην υπαγωγή του στόλου υπό τις εντολές της κυβέρνησης που μέχρι τότε βρισκόταν στην υπηρεσία των Υδραίων. Με αυτόν τον τρόπο προσπάθησε να μειώσει την επιρροή των κοτζαμπάσηδων και να προστατέψει τα σύνορα. Στην προσπάθεια αναδιοργάνωσης του στρατού περιλαμβάνεται και η ίδρυση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Ίδρυσε Εθνικό Νομισματοκοπείο και καθιέρωσε τον φοίνικα ως εθνικό νόμισμα, αντικαθιστώντας το Τουρκικό γρόσι. Όσον αφορά στην εκπαίδευση κατασκεύασε νέα σχολεία, εισήγαγε την μέθοδο του αλληλοδιδακτικού σχολείου, ίδρυσε εκκλησιαστική σχολή στον Πόρο καθώς και το Ορφανοτροφείο Αίγινας σε μια προσπάθεια να οργανώσει το σχεδόν ανύπαρκτο εκπαιδευτικό σύστημα. Δεν ίδρυσε όμως πανεπιστήμιο, καθώς θεωρούσε ότι έπρεπε να υπάρξουν πρώτα απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης. Στο πρόβλημα της διανομής της εθνικής γης ο Καποδίστριας δεν κατάφερε να βρει λύση παραμένοντας έτσι εκατομμύρια στρέμματα δεσμευμένα είτε από τους δανειστές είτε από τους κοτζαμπάσηδες και την εκκλησία. Μερίμνησε επίσης για την ανοικοδόμηση του Μεσολογγίου και των Πατρών, όπου έστειλε τον Κερκυραίο αρχιτέκτονα Σταμάτη Βούλγαρη. Σημαντική ήταν και η συμβολή του στο εμπόριο, με την παραχώρηση δανείων στους νησιώτες για την αγορά πλοίων και κατασκευάζοντας ναυπηγεία στον Πόρο και το Ναύπλιο. Τον Οκτώβριο του 1829 ίδρυσε το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο στην Αίγινα.   Όσον αφορά στην ελληνική οικονομία, ο Καποδίστριας επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την γεωργία, βασική πηγή πλούτου της Ελλάδας. Ίδρυσε την Γεωργική Σχολή της Τίρυνθας και έγινε η πρώτη απόπειρα για την καλλιέργεια πατάτας. Ο τρόπος που ο Καποδίστριας εισήγαγε την καλλιέργεια της πατάτας παραμένει περίφημο ανέκδοτο σήμερα: Παραγγέλλοντας ένα φορτίο πατάτες, πρώτα διέταξε ότι πρέπει να προσφερθούν σε όποιον θα ενδιαφερόταν. Όμως οι πατάτες αντιμετωπίστηκαν με αδιαφορία από τον πληθυσμό και ολόκληρο το σχέδιο φάνηκε να αποτυχαίνει. Όμως ο Καποδίστριας, έχοντας γνώση των ελληνικών συνηθειών, διέταξε ολόκληρη η αποστολή των πατατών να ξεφορτώνεται σε δημόσια επίδειξη στις αποβάθρες του Ναυπλίου, αλλά να φυλάσσονται από φαινομενικά αυστηρές φρουρές. Σύντομα, κυκλοφόρησαν φήμες για τις πατάτες, ότι αφού τόσο καλά φρουρούνταν, έπρεπε να είναι μεγάλης σπουδαιότητας. Και αφού ήταν έτσι, κάποιοι δοκίμαζαν να τις κλέψουν. Οι φρουρές είχαν διαταχθεί εκ των προτέρων να κάνουν με τρόπο τα στραβά μάτια και να επιτρέπουν ουσιαστικά την κλοπή. Έτσι, σύντομα όλες οι πατάτες του φορτίου είχαν κλαπεί και το σχέδιο του Καποδίστρια να τις εισαγάγει στην Ελλάδα είχε πετύχει. Προσπαθώντας να ενισχύσει την ελληνική οικονομία ίδρυσε την "Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα", η οποία όμως απέτυχε, καθώς το δημόσιο εκμεταλλευόταν χωρίς όρους τα χρήματα των καταθέσεων.   Αν και δημιουργησε ελληνικό και γαλλικό τυπογραφείο στην Αίγινα, πραγματοποίησε διώξεις εναντίον του τύπου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι περιπτώσεις των εφημερίδων "Ανεξάρτητος", "Ηώς" και "Απόλλων", που είτε έκλεισαν λόγω αντικυβερνητικών θέσεων είτε οι εκδότες του διώχθηκαν. Σφοδρή κριτική υπήρξε και για την τοποθέτηση των δύο αδερφών του, Βιάρο και Αυγουστίνο στις δύο κορυφαίες θέσεις, αυτές του αρχιναυάρχου και αρχιστράτηγου αντίστοιχα. Κατά γενική ομολογία και οι δύο θεωρούντο ακατάλληλοι για τις θέσεις αυτές, ενώ κάποιοι ιστορικοί φτάνουν στο σημείο να θεωρούν ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για την πτώση του κυβερνήτη.   Εξωτερική πολιτική   Ερχόμενος στην Ελλάδα, ο Καποδίστριας δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με το πρωτόκολλο της 18ης Νοεμβρίου 1828 που έθεταν τον Μοριά και τις Κυκλάδες υπό την προσωρινή εγγύηση των συμμάχων. Με τον φόβο ότι οι Άγγλοι θα περιόριζαν την Ελλάδα σε αυτά τα σύνορα, οργάνωσε τακτικό στρατό συνεχίζοντας τον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όσον αφορά στην επιλογή του ηγεμόνα, ο Καποδίστριας πρότεινε τον Λεοπόλδο του Saxe- Coburg, ο οποίος όμως παραιτήθηκε από την διεκδίκηση του θρόνου λόγω διαφωνιών για τα σύνορα. Αρκετοί ιστορικοί θεωρούν ότι ο Καποδίστριας επίτηδες απομάκρυνε τον Λεοπόλδο από τον θρόνο, κάτι τέτοιο όμως απορρίπτεται από τους περισσότερους σύγχρονους ιστορικούς. Παράλληλα οι ελληνικές επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα συνεχίζονταν καθώς και η προέλαση των Ρώσων προς την Κωνσταντινούπολη. Ανήσυχη από τις επιτυχίες της Ελλάδας και της Ρωσίας, η Μεγάλη Βρετανία έσπευσε να συμφωνήσει στην συνοριακή γραμμή Άρτας - Βόλου. Μετά από διαπραγματεύσεις υπογράφηκε το πρωτόκολλο του Λονδίνου με το οποίο αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της Ελλάδας, η οποία θα επεκτεινόταν νότια της συνοριακής γραμμής που όριζαν οι ποταμοί Αχελώος και Σπερχειός.   Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, ο Καποδίστριας λόγω της ισχνής οικονομικής κατάστασης του κράτους επιχείρησε να συνάψει δάνειο με τράπεζες του εξωτερικού, προσπάθεια που δεν ευόδωσε λόγω των αντιδράσεων της Μεγάλης Βρετανίας. Παρόλα αυτά η Ρωσία και η Γαλλία ανέλαβαν να ενισχύσουν οικονομικά την Ελλάδα, ενώ ιδιαίτερη φροντίδα επέδειξε ο Τσάρος αποστέλλοντας 3.750.000 γαλλικά φράγκα.   Αντιπολίτευση και Δολοφονία Η αντιπολίτευση απαρτιζόταν από δύο κυρίως ομάδες. Την πρώτη την αποτελούσαν οι παραμερισμένοι από τον Καποδίστρια και την δεύτερη οι μεγαλοκτηματίες και πλοιοκτήτες που διεκδικούσαν για λογαριασμό τους την εξουσία. Ο συγκεντρωτισμός και οι καισαρικές τάσεις που επέδειξε ο Καποδίστριας παραμερίζοντας τις τοπικές αρχές και διορίζοντας σε θέσεις κλειδιά τα δύο αδέρφια του, Αυγουστίνο και Βιάρο Καποδίστρια, τον οδήγησαν σε σύγκρουση με τους κοτζαμπάσηδες και τους πλοιοκτήτες. Το κέντρο του αντικαποδιστριακού αγώνα έγινε η Ύδρα, έδρα των καραβοκύρηδων και πιο συγκεκριμένα της οικογένειας Κουντουριώτη. Εκεί είχε καταφύγει ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος καθώς και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, αρχηγός της φατρίας των Μαυρομιχαλαίων που είχε παραγκωνιστεί από την εξουσία. Όργανο της αντιπολιτευτικής αυτής ομάδας ήταν η εφημερίδα "Απόλλων" του Αναστάσιου Πολυζωίδη. Η Γαλλία και η Αγγλία θεωρώντας τον Καποδίστρια υποχείριο της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής και θέλοντας να καταστήσουν την Ελλάδα σε δικό τους προτεκτοράτο ενθάρρυναν τους αντιπολιτευόμενους.   Στα μέσα Ιουλίου του 1831 ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης υποκίνησε εξέγερση στη Μάνη, στην οποία προσπάθησε να φτάσει με αγγλικό καράβι από την Ύδρα, αναγκάζοντας τον Καποδίστρια να στείλει στρατιωτικά σώματα για να την καταστείλει. Την 14η Ιουλίου οι Ανδρέας Μιαούλης, που αν και είχε ευεργετηθεί από τον Καποδίστρια είχε προσχωρήσει στην αντιπολίτευση, και Κριεζής με 200 Υδραίους στρατιώτες κατέλαβαν τον ναύσταθμο στον Πόρο. Η φρουρά του νησιού στάθηκε ανίκανη να τους αντιμετωπίσει αφού στήριξη από το ναυτικό δεν υπήρξε. Παρά τις πιέσεις ο Κωνσταντίνος Κανάρης αρνήθηκε να συμμετάσχει στην επαναστατική αυτή κίνηση. Ο Καποδίστριας ζήτησε τη συνδρομή των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, μόνο όμως ο Ρώσος ναύαρχος απάντησε θετικά στην πρόσκλησή του. Την 1η Αυγούστου κατέφθασε ο Ρωσικός στόλος στο λιμάνι του Πόρου απαιτώντας την άμεση εγκατάλειψη των πλοίων. Μπροστά στον κίνδυνο να αιχμαλωτιστεί, ο Μιαούλης ανατίναξε την φρεγάτα "Ελλάς" βάζοντας παράλληλα φωτιά και στα υπόλοιπα πλοία του στόλου.   Ύστερα από την πυρπόληση του στόλου, ο Καποδίστριας προχώρησε στην λήψη σκληρότερων μέτρων συλλαμβάνοντας τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Μέσα σε αυτό το τεταμένο κλίμα και υπό την καθοδήγηση των Άγγλων και Γάλλων πρακτόρων οι Κωνσταντίνος και Γεώργιος Μαυρομιχάλης, αδερφός και γιος του Πετρόμπεη αντίστοιχα εφάρμοσαν το μανιάτικο έθιμο της βεντέτας. Το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1831 με το Ιουλιανό ημερολόγιο (δηλαδή στις 9 Οκτωβρίου 1831) έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος πυροβόλησαν και μαχαίρωσαν θανάσιμα τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια καθώς πήγαινε να παρακολουθήσει την κυριακάτικη θεία λειτουργία. Τον Καποδίστρια συνόδευε ο μονόχειρας σωματοφύλακάς του, Γεώργιος Κοκκώνης, ο οποίος πυροβόλησε τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη. Τον τελευταίο τον αποτελείωσε ο όχλος, το δε πτώμα του πετάχθηκε στο λιμάνι. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης κατέφυγε στη γαλλική πρεσβεία, από όπου και παραδόθηκε στις αρχές για να δικαστεί ύστερα από την επιμονή του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί και απειλούσε να κάψει την πρεσβεία.. Τελικώς καταδικάστηκε σε θάνατο και τουφεκίστηκε λίγες μέρες αργότερα. Ο τραγικός θάνατος του Καποδίστρια βύθισε σε θλίψη τον γεωργικό πληθυσμό ενώ αντίθετα στην Ύδρα δέχτηκαν την είδηση με πανηγυρισμούς.   Η δολοφονία του Καποδίστρια οργανώθηκε σύμφωνα με αρκετούς ιστορικούς από τη Μεγάλη Βρετανία και την Γαλλία. Απόδειξη ίσως είναι και το γεγονός ότι η γαλλική πρεσβεία δέχτηκε με ευκολία να παραχωρήσει άσυλο στον Γεώργιο Μαυρομιχάλη. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο φάκελος για την δολοφονία του Καποδίστρια στα βρετανικά αρχεία παραμένει απόρρητος. Μετά την δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, την θέση του κυβερνήτη ανέλαβε για κάποιο διάστημα ο αδερφός του, Αυγουστίνος Καποδίστριας, ως πρόεδρος της τριμελούς ανώτατης αρχής με το όνομα Διοικητική επιτροπή που διόρισε η Γερουσία. Τη σορό του Καποδίστρια την μετέφερε ο αδερφός του, Αυγουστίνος, στην Κέρκυρα όπου και ενταφιάστηκε στην Μονή Πλατυτέρας. Ως κυβερνήτης ο Καποδίστριας αρνήθηκε να δεχθεί μισθό, όπως επίσης αρνήθηκε χρηματική αποζημίωση από τον Τσάρο για να μην κατηγορηθεί από τους αντιπάλους του για μεροληψία απέναντι στη Ρωσία ενώ διέθεσε όλη του την περιουσία για τους σκοπούς της επανίδρυσης του κράτους.   [Επεξεργασία] Κριτική και Τιμές   Σχετικά με την προσωπικότητα του Καποδίστρια έχουν εκφραστεί από τους ιστορικούς αντικρουόμενες απόψεις. Ο κόμης Γκομπινό τον συγκαταλέγει στους τρεις μεγαλύτερους διπλωμάτες της εποχής μαζί με τον Μέττερνιχ και τον Ταλλεϋράνδο, ο Χέρτσμπεργκ αναφέρει οτι ήταν διπλωμάτης δεξιώτατος. Ο Γιάννης Κορδάτος τον χαρακτηρίζει τυφλό όργανο των Ρώσων, ενώ ο Κάρλ Μάρξ τον χαρακτηρίζει πολιτικά ανυπόληπτο. Αντίθετα, ο Τάσος Βουρνάς εκφράζεται θετικά ως προς το έργο του, όπως και οι Καρολίδης και Διονύσιος Κόκκινος, ένας εκ των φανατικότερων υποστηρικτών του. Με την άποψη ότι ο Καποδίστριας ήταν εκτελεστικό όργανο των Ρώσων διαφωνεί και ο Douglas Dakin. Ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης χαρακτηρίζει το έργο του αξιόλογο αλλά όχι αξιέπαινο, ο Σπυρίδων Τρικούπης, στενός συνεργάτης του Καποδίστρια, εκφράζεται μεν θετικά, δεν παραλείπει όμως να τον κατηγορήσει για την κατάλυση του συντάγματος. Σε γενικές γραμμές οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν σημαντικό το έργο του Καποδίστρια, χωρίς να παραλείπουν να αναφέρουν όμως την αυταρχικότητα με την οποία άσκησε την εξουσία. Η φιλοπατρία του μάλιστα αναγνωρίζεται από σχεδόν όλους τους ιστορικούς. Σχετικά με την φιλοπατρία του ο Τάκης Σταματόπουλος συμπεραίνει πώς για να είμαστε δίκαιοι δεν μπορούμε να αρνηθούμε την αγαθή πρόθεσή του, την καταπληχτική και φιλότιμη εργατικότητά του να δημιουργήσει κράτος απο το χάος.   Είχε τιμηθεί πλείστες φορές από τον Τσάρο Αλέξανδρο και είχε ανακηρυχθεί επίτιμος δημότης των καντονίων Βω και Λωζάνης. Σήμερα πολλοί δρόμοι και πλατείες φέρουν το όνομά του. Ο Κρατικός Αερολιμένας Κερκύρας ονομάζεται "Ιωάννης Καποδίστριας" ενώ από το 1911, κατόπιν επιθυμίας του ευεργέτη Ιωάννη Δόμπολη, το εθνικό πανεπιστήμιο Αθηνών μετονομάστηκε σε "Εθνικό και Καποδιστριακό πανεπιστήμιο Αθηνών" και στα προπύλαια μάλιστα υπάρχει ανδριάντας του. Επίσης, η μορφή του Καποδίστρια απεικονίζεται στο κέρμα των 20 λεπτών (υπομονάδα του ευρώ) της ελληνικής έκδοσης όπως και στο χαρτονόμισμα των 500 δραχμών (1983 - 2001). "Ι. Καποδίστριας" (ή Σχέδιο Καποδίστρια) ονομάζεται και το πρόγραμμα σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις στην τοπική αυτοδιοίκηση που ξεκίνησε με πρωτοβουλία της κυβέρνησης Σημίτη. Στις 21 Σεπτεμβρίου 2009 πραγματοποιήθηκαν τα αποκαλυπτήρια προτομής του Καποδίστρια στη Λωζάννη της Ελβετίας παρουσία της Ελβετίδας υπουργού Εξωτερικών Μισελίν Καλμί - Ρέι και του Ρώσου ομολόγου της Σεργκέι Λαβρόφ. Ανδριάντας υπάρχει επίσης στην κεντρική πλατεία της πόλης Capo d' Istria της Σλοβενίας.   Στο εξοχικό της οικογένειας Καποδίστρια, το οποίο δωρήθηκε από την δισέγγονη του Γεωργίου Καποδίστρια, αδερφού του κυβερνήτη, Μαρία Δεσσύλα - Καποδίστρια, στη θέση Κουκουρίτσα της Κέρκυρας λειτουργεί το μουσείο Ιωάννη Καποδίστρια, όπου φυλάσσονται κειμήλια της οικογένειας και προσωπικά του αντικείμενα. Στο Εθνικό ιστορικό μουσείο στην Αθήνα φιλοξενούνται επίσης προσωπικά αντικείμενα του κυβερνήτη, καθώς και το γραφείο του. Πηγή http://el.wikipedia.org Ιωάννης Καποδίστριας                  Διπλωμάτης και Πολιτικός, Πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας      (1776 - 1831)