© Τσιατούχας Αρης
Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (570 - 480 π.Χ.) ήταν φιλόσοφος και ποιητής που γεννήθηκε στην μικρασιατική Κολοφώνα
και έζησε σε διάφορα μέρη του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Η Ιστορία τον θυμάται για την κριτική που άσκησε στον θρησκευτικό ανθρωπομορφισμό, για την
ώθηση που έδωσε με τη σκέψη του στο μονοθεϊσμό και ορισμένες πρωτοποριακές ιδέες του σε τομείς της γνώσης. Πολλοί ύστεροι συγγραφείς, ίσως
επηρεάστηκαν από δύο μικρούς χαρακτηρισμούς του Ξενοφάνη στον Πλάτωνα (Σοφιστής 242c-d) και τον Αριστοτέλη (Μετά τα φυσικά 986b18-27), που τον
προσδιόριζαν ως ιδρυτή της ελεατικής φιλοσοφίας.
Η εικόνα
Στην πραγματικότητα, η εικόνα του Ξενοφάνη που προκύπτει από τα εναπομείναντα αποσπάσματα, μας παρουσιάζει έναν ταξιδευτή ραψωδό που
αμφισβήτησε και άσκησε κριτική στις ποιητικές εικόνες των θεών και καθιέρωσε μια νέα σύλληψη για τη θεία φύση. Εκτός αυτού, όμως, ήταν σκεπτόμενος
παρατηρητής της ανθρώπινης φύσης και εισηγητής μιας ειδικής μορφής έρευνας (ιστορίαι), την οποία υιοθέτησαν οι Μιλήσιοι φιλόσοφοι-επιστήμονες της
εποχής του. Την ίδια στιγμή η δουλειά του ραψωδού τον κάνει κοινωνικό σύμβουλο των συμπολιτών του, τους οποίους παρότρυνε να σέβονται τη θεία
φύση και να προστατεύουν την ευημερία της πόλης τους.
Ο Διογένης Λαέρτιος στο Βίοι Φιλοσόφων (Diels-Kranz, testimonium Α1) αναφέρει ότι Ξενοφάνης, γιος του Δέξιου, ή του Ορθομένη κατ' άλλους, γεννήθηκε
στη μικρή πόλη Κολοφών της Ιωνίας και έγινε γνωστός κατά τη διάρκεια της 16ης Ολυμπιάδας (540-537 π.Χ.). Ο Λαέρτιος μας αφηγείται ότι ο Ξενοφάνης
διώχθηκε από την πατρίδα του, όταν ο Μήδος εισέβαλε στην Ιωνία το 546/5 π.Χ. Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί στη Κατάνη της Σικελίας, όπου ασχολήθηκε
με τον Όμηρο και τον Ησίοδο. Εκεί έγραψε τα δικά του έργα και συνέθεσε τα δικά του ποιήματα για την ίδρυση του Κολοφώνα και της Ελέας.
Μεταγενέστεροι συγγραφείς προσθέτουν ότι "έθαψε τους γιους του με τα ίδια του τα χέρια", πωλήθηκε ως σκλάβος, και απελευθερώθηκε σε μεγάλη ηλικία.
Σύμφωνα με την αφήγηση του ίδιου περιπλανήθηκε στην ελληνική γη επί 67 ολόκληρα χρόνια, ξεκινώντας από την ηλικία των 25.
Στον Diels-Kranz υπάρχουν 45 αποσπάσματα της ποίησής του. Ένα αριθμός από τα "συμποτικά" του ποιήματα έφτασε ως τις μέρες μας χάρη στον
Αθήναιο, ενώ οι παρατηρήσεις του περί της φύσης του θείου αναφέρονται από τον Κλήμεντα, τον Σέξτο Εμπειρικό και από τον Σιμπλίκιο. Άλλα
αποσπάσματα επιβιώνουν στον Διογένη Λαέρτιο και τον Αέτιο ή μέσα από το σχολιασμό χειρογράφων διάφορων συγγραφέων, ακόμη και ως λήμματα σε
πιο πρόσφατες ρητορικές περιλήψεις και λεξικά. Οι εβδομήντα τέσσερις επιλογές, από τις οποίες η πιο εκτενής είναι η ψευδο-αριστοτελική πραγματεία Περί
Μελίσσου, Ξενοφάνους, Γοργίου συνθέτουν τη συλλογή των testimonia στη δήλωση του Διογένη Λαέρτιου ότι ο Ξενοφάνης "έγραψε σε επικό μέτρο,
ελεγειακό και ιαμβικό". Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρονται σε διάφορες συνθέσεις του, τις οποίες ονομάζουν σιλλούς ή σάτιρες. Τρεις πρόσφατες πηγές
αποδίδουν στον Ξενοφάνη ένα διδακτικό ποίημα με τίτλο Περί Φύσεως.
Κριτική στη λαϊκή αντίληψη για τη θρησκεία
Ο Ξενοφάνης είναι αμφισβητίας. Αμφισβητεί τις ανθρωπομορφικές ιδιότητες που αποδίδουν προγενέστεροί του συγγραφείς στους θεούς. Τούτο το κάνει όχι
γιατί επιθυμεί να δει τον κόσμο με το μάτι του υλιστή, αλλά γιατί θεωρεί ότι η θεότητα δεν μπορεί να έχει σχέση με τις ιδιότητες που της αποδίδουν τόσο ο
Όμηρος όσο και ο Ησίοδος. Η κριτική του στη λαϊκή θρησκεία γράφτηκε μάλλον στην Κατάνη και διασώθηκε στα αποσπάσματα B11 και B12, όπου
περιγράφονται και επικρίνονται οι ιστορίες για τους Θεούς που αφηγούνται οι επικοί ποιητές. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος απέδωσαν στους θεούς όλα εκείνα
που σχετίζονται με τις κατηγόριες και επικρίσεις μεταξύ των ανθρώπων: την κλοπή, τη μοιχεία και την αμοιβαία εξαπάτηση.
Η βάση της αμφισβήτησης του Ξενοφάνη για τις απόψεις των ποιητών οφείλεται στο γεγονός πως θεωρούσε ότι η σκανδαλώδης συμπεριφορά είναι
ασυμβίβαστη με την καλοσύνη ή η τελειότητα που υποτίθεται ότι κατέχει οποιαδήποτε θεία ύπαρξη. Στα γνωστά αποσπάσματα B14,16, ο Ξενοφάνης
σχολιάζει τη γενική τάση των ανθρώπινων όντων να αντιλαμβάνονται τα θεία όντα με ανθρώπινη μορφή: Αλλά οι θνητοί υποθέτουν πως οι θεοί γεννιούνται,
Ότι φορούν τα ρούχα τους και έχουν φωνή και σώμα.
Ο Ξενοφάνης ύψωσε μια διαφορετική φωνή. Και το έκανε άλλοτε γελοιοποιώντας τον Πυθαγόρα και τον ισχυρισμό του πως στο γαύγισμα ενός σκύλου
αναγνώρισε την ψυχή ενός πεθαμένου φίλου του, άλλοτε επιτιθέμενος στη μαντεία και άλλοτε αρνούμενος τις θεϊκές ιδιότητες, έτσι όπως τις κατέγραφαν οι
προγενέστεροι αλλά και οι σύγχρονοί του. Ωστόσο, είχε τη δική του -μάλλον αφαιρετική και εξευγενισμένη- άποψη για τη φύση της θεότητας.
Η φύση της θεότητας και η επιστημονική έρευνα
Από όσα γνωρίζουμε ο Ξενοφάνης ήταν ο πρώτος Έλληνας φιλόσοφος που άφησε πίσω του μια σύνθετη και συστηματική εν μέρει αφήγηση για τη φύση
της θεότητας. Στην κριτική του Ομήρου και του Ησίοδου φαίνεται η η θέση του απέναντι στο γεγονός ότι φαντάζονται τους θεούς με ανθρώπινη μορφή. Εκεί,
όμως που φαίνεται ξεκάθαρα η θέση του, ιδιαίτερα προωθημένη για την εποχή του, είναι ο χαρακτηρισμός της φύσης της θεότητας που γίνεται στα
αποσπάσματα B 23-26 και κυρίως στο B 23:
Ένας θεός μέγιστος μεταξύ των θεών και των ανθρώπων. Καθόλου δε μοιάζει με τους θνητούς στο σώμα ή τη σκέψη.
Αν και τούτη η παρατήρηση αντιμετωπίζεται συχνά συχνά ως πρωτοποριακή έκφραση του μονοθεϊσμού, μάλλον ο Ξενοφάνης επεδίωξε να δώσει έμφαση
όχι στον έναν Θεό αλλά μάλλον τον "ένα" μέγιστο Θεό, άποψη που συναντάμε και στην Ιλιάδα του Ομήρου. Αυτός ο ένας θεός είναι μέγιστος ως προς την
τιμή και τη δύναμη Το μεγαλείο της δύναμης εξηγεί στη συνέχεια το χαρακτηρισμό του θείου ως διορατικού και συνειδητού σε όλα τα μέρη του
(παντεπόπτης), δυνάμενου να τραντάξει όλη τη δημιουργία και μόνο με τη σκέψη του και ικανού να εκπληρώσει τα πάντα, παρόλο που το ίδιο παραμένει
αμετακίνητο (ο τα πάντα πληρών της χριστιανικής θρησκείας). Ορισμένοι μεταγενέστεροι συγγραφείς αναφέρουν ότι ο Ξενοφάνης ταύτισε τον "ένα μέγιστο"
θεό του με ολόκληρο τον φυσικό κόσμο, ο οποίος αναφέρεται συχνά ως "όλο" ή "όλα τα πράγματα". Τούτο με τη σειρά του οδήγησε σύγχρονους ερευνητές
στην άποψη ότι ο Ξενοφάνης ήταν πανθεϊστής. Αλλά αυτή η ερμηνεία των απόψεων του φιλόσοφου-ποιητή φαίνεται ασυμβίβαστη με τον ισχυρισμό του ότι
"ο θεός τραντάζει όλα τα πράγματα" και ότι "όλα τα πράγματα έρχονται από τη γη και στη γη καταλήγουν τελικά" (εις χουν απελεύσονται). Υπάρχει βέβαια
και η άποψη που λέει ότι γενικά, οι παρατηρήσεις του Ξενοφάνη για τη φύση της θεότητας ίσως διαβάζονται καλύτερα ως έκφραση μιας παραδοσιακής
ελληνικής ευσέβειας, η οποία αναζητά την τελειότητα και τον υψηλότερο σεβασμό για τη θεϊκή οντότητα.
Όλα αυτά ερμηνεύονται καλύτερα, αν λάβουμε υπόψιν μας ότι ο Ξενοφάνης γνώριζε καλά τις διδασκαλίες των Μιλήσιων φιλοσόφων-επιστημόνων (του
Θαλή, του Αναξίμανδρου και του Αναξιμένη) και επεδίωξε να τις βελτιώσει. Ενώ πολλές από τις λεπτομέρειες των επιστημονικών "απόψεών" του
παραμένουν σκοτεινές, το εύρος και η εσωτερική συνοχή των ενδιαφερόντων του τον αναγάγουν σε σημαντική μορφή για την ανάπτυξη της επιστημονικής
θεωρίας των ιώνων φιλοσόφων. Τόσο ο Στοβαίος, όσο και ο Ολυμπιόδωρος, θεωρούν πως είναι δική του η άποψη της γης ως αρχής ή "πρώτης αρχής"
όλων των πραγμάτων. Σε αυτή την απόδοση ο Γαληνός προσθέτει και το "ύδωρ", καθώς στον Ξενοφάνη αποδίδεται ο ορισμός της ψυχής ως μείγμα γης
και νερού. Εδώ ο φιλόσοφος ορίζει ως αρχή του κόσμου και ως αντανάκλαση αυτής της αρχής μέσα στην ανθρώπινη ψυχή δύο στοιχεία που μπορούν να
αναμειχθούν σε πολλές διαφορετικές ποσότητες, παράγοντας διαφορετικές ποιότητες μιγμάτων. Ο μέγιστος θεός του, η αντανάκλασή του στην ψυχή του
ανθρώπινου γένους και η φυσική ύπαρξη, επίσης καμωμένη από γη και νερό παράγουν μια τριπλή ενότητα-θεός, άνθρωπος, φυσικός κόσμος- ένα
ολοκληρωμένο οικοδόμημα με εσωτερική συνοχή και αλληλοσυνδέσεις. Οι απόψεις του διαμορφώνουν ένα χάρτη, έναν οδοδείκτη που μπορεί να οδηγήσει
με ασφάλεια από το ανθρώπινο στο υπερανθρώπινο και τανάπαλιν. Από αυτή την άποψη θεωρούμενος, ο σεβασμός του Ξενοφάνη δεν κατευθύνεται μόνο
στη θεότητα, αλλά σε όλη την εικόνα του δημιουργημένου κόσμου.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για τα φαινόμενα του κόσμου, ίδια με εκείνα που διερεύνησαν πριν από αυτόν οι Μιλήσιοι
φιλόσοφοι. Σε διασωζόμενα αποσπάσματα (B 28) παρουσιάζει μια άποψη της φύσης και της έκτασης των γήινων βαθών. Στο B 30 προσδιορίζει τη
θάλασσα ως πηγή σύννεφων, αέρα, και βροχής (μια πρώιμη παρατήρηση πάνω στον κύκλο του νερού). Στο B 32 υπάρχουν σχόλια για τη φύση της Ίριδας
(ουράνιο τόξο). Στο B 37 σημειώνει την παρουσία ύδατος στις σπηλιές, ενώ στα B39 και 40 αναφέρει τις "κερασιές" και τους "βατράχους". Στα A 38-45
συζητά τα διάφορα αστρονομικά φαινόμενα, ενώ στο A 48 δείχνει ενδιαφέρον για τις περιοδικές ηφαιστειακές εκρήξεις στη Σικελία. Ο Ιππόλυτος αποδίδει
στον Ξενοφάνη (A 33) τη θεωρία των εναλλασσόμενων περιόδων παγκόσμιας πλημμύρας και ξηρασίας που εμπνεύστηκε, τουλάχιστον εν μέρει, από την
ανακάλυψη απολιθωμάτων θαλάσσιων οργανισμών στην ηπειρωτική γη. άσχετα αν ταξίδεψε ή όχι ο ίδιος στις Συρακούσες, την Πάρο και τη Μάλτα όπου
βρέθηκαν αυτά τα απολιθώματα, η χρήση των πληροφοριών του ως βάση για την ερμηνεία των φαινομένων εισάγει τον σημαντικό παράγοντα της
επιτόπιας έρευνας.
Πολλές μαρτυρίες (testimonia) δείχνουν το ενδιαφέρον του φιλόσοφου για τα μετεωρολογικά και αστρονομικά φαινόμενα. Σημαντικός θεωρείται ο
ισχυρισμός του ότι τα σύννεφα ή οι νεφελοειδείς ουσίες διαδραματίζουν βασικό ρόλο σε πολλά φυσικά φαινόμενα. Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο ο
Ξενοφάνης "λέει ότι... τα σύννεφα διαμορφώνονται από τον ατμό του ήλιου -δηλ. είναι ατμός που προκαλείται από τη θερμότητα των ακτίνων του ήλιου-
που αυξάνονται και ανυψώνονται στον περιβάλλοντα αέρα" (Α1.24-5). Ο Αέτιος με τη σειρά του παραθέτει μια παρόμοια περιγραφή:
Ο Ξενοφάνης (λέει ότι) τα πράγματα στους ουρανούς εμφανίζονται μέσω της θερμότητας του ήλιου ως αρχική αιτία. Όταν η υγρασία αποχωρίζεται από τη
θάλασσα, το γλυκό τμήμα της μετατρέπεται σε υδρονεφώσεις, δημιουργεί τα σύννεφα και ξανακυλά προς τα κάτω με τη βροχόπτωση, εξαιτίας της
συμπίεσης, και υγροποιεί τους ανέμους. (ο κύκλος του νερού)
Το B 30 μας δίνει περίπου την ίδια άποψη, αλλά με τα λόγια του ίδιου του Ξενοφάνη:
Η θάλασσα είναι η πηγή ύδατος και του ανέμου, Γιατί δίχως τη μεγάλη θάλασσα, δε θα υπήρχε άνεμος Μήτε τα ρεύματα των ποταμών, ούτε τα όμβρια
ύδατα από από τον ουρανό Η μεγάλη θάλασσα είναι ο γεννήτορας των σύννεφων, των ανέμων και των ποταμών.
Τα σύννεφα, λοιπόν, είναι τα μέσα της επιστημονικής ερμηνείας. Είναι οντότητες ρευστές ανάμεσα στην στερεά και την αέρια κατάσταση και έτσι μπορούν
να συνδεθούν με υγρά, στερεά και αέρια διαφόρων ειδών. Δεδομένου μάλιστα ότι καταλαμβάνουν μια μεγάλη περιοχή ανάμεσα στη γη και τον ουρανό,
συνδέτουν τις δύο βασικές ουσίες της γης και του ύδατος με πολλά αστρονομικά φαινόμενα. Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της
νεφοκεντρικής προσέγγισης του Ξενοφάνη στην κατανόηση των φυσικών φαινομένων είναι η εφαρμογή αυτής της θεωρίας σε ένα σύνολο φαινομένων που
συνδέονται άμεσα με παραδοσιακές θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Για το ακροατήριο του Ξενοφάνη η αναφορά του Ομήρου (Ιλιάδα Β 786) ή του Ησίοδου (Θεογονία 780) στην Ίριδα, τη θεά αγγελιαφόρο και ένα σύνολο
ατμοσφαιρικών φαινομένων, είναι οιωνοί ή σημάδια της πρόθεσης των θείων όντων. Για τον ποιητή όμως είναι απλά ένα πορφυρό, πράσινο, κίτρινο
σύννεφο. Ίσως δεν δεν είναι δυνατόν να βρούμε στην προσωκρατική φιλοσοφία σαφέστερη έκφραση του χαρακτήρα της διανοητικής επανάστασης των
Ιώνων φιλοσόφων. Ο Ξενοφάνης στερεί από τους θεούς την ανθρώπινη μορφή και την ανθρώπινη ένδυση. Τους τοποθετεί σε μια απόμακρη θέση στον
ουρανό και αφαιρεί από τα φυσικά φαινόμενα όλα τα απομεινάρια της θρησκευτικής ή πνευματικής σημασίας. Η απομυθοποίηση απολογισμός των
φυσικών φαινομένων είναι το λογικό συμπλήρωμα στον λεπτομερή απολογισμό του για τη θεία φύση.
Η κληρονομιά του Ξενοφάνη
Πολλοί μεταγενέστεροι συγγραφείς προσδιόρισαν τον Ξενοφάνη ως δάσκαλο του Παρμενίδη και ιδρυτή της ελεατικής σχολής των φιλοσόφων εξαιτίας της
άποψής του ότι, παρά την πολλαπλότητα των μορφών, υπάρχει ένα ακίνητο, αμετάβλητο και αιώνιο "ένα". Τούτη η άποψη για τον Ξενοφάνη είναι
στηριγμένη κατά ένα μεγάλο μέρος στην αναφορά του Πλάτωνα για την "ελεατική φυλή μας, που ξεκινά από τον Ξενοφάνη και ακόμα νωρίτερα" (Σοφ.
242d) και την παρατήρηση του Αριστοτέλη ότι "... όσον αφορά ολόκληρο τον κόσμο, λέει ότι αυτός είναι ο θεός" (Mετα. A5, 986b18).
Όμως, ο Ξενοφάνης που μας μιλά στα επιζήσαντα αποσπάσματά του είναι ένας συνδυασμός ραψωδού, κοινωνικού κριτικού, θρησκευτικού δασκάλου και
οξυδερκούς σπουδαστή της φύσης. Ο Ευριπίδης στον Ηρακλή (1341 ff) αποδίδει την επίθεσή του στις ιστορίες που λέγονται για τους Θεούς από τον
Όμηρο και τον Ησίοδο. Στη Δημοκρατία, ο Πλάτων αυτο-παρουσιάζεται ως πνευματικός κληρονόμος του Ξενοφάνη, επικρίνοντας τις ιστορίες των ποιητών
για τους θεούς, και απαιτώντας μετριοπάθεια. Η σύλληψη του Ξενοφάνη για τον "ένα μέγιστο Θεό" ενθάρρυνε τον Ηράκλειτο να διατυπώσει την πίστη του
σε μια διάνοια που καθοδηγεί όλα τα πράγματα. Οδήγησε επίσης τον Αναξαγόρα στη διατύπωση της θεωρίας του νου και τον Αριστοτέλη στον απολογισμό
του για το θείο νου που εμπνέει προς την κατεύθυνση της τελειότητας.
Αν και δεν υπάρχει κάποια άμεση διασύνδεση, μπορούμε να πούμε πως οι μεγάλοι εκπρόσωποι της ψυχολογικής θεώρησης του κόσμου όπως ο Κ. Γκ.
Γιουνγκ ή ο Ζ. Φρόιντ είναι οι σύγχρονοι διάδοχοι των παρατηρήσεων του Ξενοφάνη για τη γενική τάση των ανθρώπινων όντων να συλλαμβάνουν τη
θεότητα από την άποψη των δικών τους ιδιοτήτων και ικανοτήτων. Πολύ περισσότερο πολύτιμη, όμως, είναι η προσφορά του στην πρωτοποριακή
εξερεύνηση των όρων κάτω από τους οποίους τα ανθρώπινα όντα μπορούν να επιτύχουν τη γνώση της αλήθειας. Οι Ίωνες προκάτοχοί του άρχισαν τη
μελέτη των φαινομένων "επάνω από τους ουρανούς και κάτω από τη γη". Αλλά, από όσα γνωρίζουμε μέχρι τώρα, δεν έστρεψαν τα πυρά τους προς την
κατεύθυνση των μεγάλων ποιητών της αρχαίας Ελλάδας, ούτε επιδίωξαν μέσω των διδασκαλιών τους να διορθώσουν ή να βελτιώσουν τη συμπεριφορά
των συμπολιτών τους. Αν και πολλές πτυχές της σκέψης του παραμένουν ακόμα θέμα προς συζήτηση και ανάλυση, ο Ξενοφάνης ήταν σαφώς ένας
πολυδιάστατος φιλόσοφος αμφισβητίας, που άφησε το σημάδι του σε πολλές πτυχές της μεταγενέστερης ελληνικής σκέψης.
Η νατουραλιστική αφόρμηση του Ξενοφάνη στη σύλληψη της ιδέας του θεού είναι ιδιαίτερα σημαντική από την ψυχολογική έποψη στο γενικότερο
πρόβλημα της θρησκείας, γιατί προβληματίζεται για την αντίληψη του ανθρώπου για το θείο σύμφωνα με τη διαφορετική κάθε φορά πνευματική του στάση
και εξέλιξη. Και εδώ ανιχνεύει το ψυχολογικό στοιχείο και το ρόλο που παίζει στη μόρφωση της παράστασης του θείου χωριστά σε κάθε άνθρωπο.
Αρκέστηκε όμως μόνο ψυχολογικά να ερμηνεύσει το γιατί οι άνθρωποι δημιουργούν τη συγκεκριμένη εικόνα για το θεό και δεν μας είπε το γιατί, την αιτία
που σπρώχνει τον άνθρωπο στην περιοχή της αναζήτησης του θείου. Όμως με την ενοποίηση εκ μέρους του των φαινομενικών συνιστωσών της θείας
φύσης υψώθηκε στην πρωτόγνωρη σύλληψη για τον ελληνικό χώρο, στη σύλληψη του μονοθεϊσμού. Σε αυτή τη σύλληψη ρόλο έπαιξε το φυσιοκρατικό και
ανθρωπολογικό πνεύμα του ελληνικού στοχασμού. Μια πολύτιμη πρόταση στα αποσπάσματά του, μια πρόταση άρτια αισθητικά, τον κατατάσσει στους
μεγάλους χρησμωδούς της φιλοσοφίας: "δόκος επί πάσι τέτυκται"(VS 21 B, 34). Για όλα έχουμε μόνο εικασίες. H θέση του κολοφώνιου στοχαστή είναι μια
προαγγελία της αριστοτελικής σύλληψης του θείου ως του "κινούντος ακινήτου"
Πηγή
http://el.wikipedia.org
Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος
Φιλόσοφος, Ποιητής (570 - 480 π.Χ.)