© Τσιατούχας Αρης
Αλέξανδρος ο Μέγας ή Αλέξανδρος Γ' ο Μακεδών, Βασιλεύς Μακεδόνων, Ηγεμών της Πανελλήνιας Συμμαχίας
κατά της Περσικής αυτοκρατορίας, των Φαραώ της Αιγύπτου, Κύριος της Ασίας και βορειοδυτικής Ινδίας, οι
κατακτήσεις του οποίου αποτέλεσαν την θεμέλιο λίθο των βασιλείων των Επιγόνων του. Οι Αλεξανδρινοί χρόνοι
αποτελούν το τέλος της κλασσικής αρχαιότητας και την απαρχή της περιόδου της παγκόσμιας ιστορίας γνωστής
ως Ελληνιστικής. Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους στρατηγούς της ιστορίας, που σε ηλικία μόλις 33 ετών
είχε κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος του τότε γνωστού κόσμου (4ος αιώνας π.Χ.).
Γεννήθηκε στην Πέλλα της Μακεδονίας τον Ιούλιο του έτους 356 π.Χ.. Γονείς του ήταν ο βασιλιάς Φίλιππος Β' της Μακεδονίας και η πριγκίπισσα
Ολυμπιάδα της Ηπείρου. Πέθανε στην Βαβυλώνα, στο παλάτι του Ναβουχοδωνώσορα Β' στις 13 Ιουνίου του 323 π.Χ., σε ηλικία ακριβώς 32 ετών και 11
μηνών.
Βασιλιάς της Μακεδονίας, συνέχισε το έργο του πατέρα του, του Φιλίππου Β'. Ο Φίλιππος Β' ήταν ιδιαίτερα ικανός στρατηγός, πολιτικός και διπλωμάτης,
αναμορφωτής του μακεδονικού στρατού και του μακεδονικού κράτους.
Ο Αλέξανδρος, ολοκλήρωσε την ενοποίηση των αυτόνομων ελληνικών πόλεων-κρατών της εποχής, και κατέκτησε σχεδόν όλο τον γνωστό τότε κόσμο
(Μικρά Ασία, Περσία, Αίγυπτο κλπ), φτάνοντας στις παρυφές της Ινδίας.
Γέννηση και παιδικά χρόνια
Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε τον Ιούλιο (ο μήνας Λώος του ημερολογίου των Μακεδόνων) του 356 π.Χ. στην
Πέλλα, πρωτεύουσα του μακεδονικού κράτους. Κατά την τότε παράδοση, η γενεαλογία του ανάγεται σε δύο
σημαντικότατες μορφές της αρχαίας ελληνικής παράδοσης. Ο ημίθεος Ηρακλής υπήρξε γενάρχης της
δυναστείας των Αργεαδών Μακεδόνων ενώ ο Νεοπτόλεμος, υιός του ήρωα Αχιλλέα, ίδρυσε το βασιλικό οίκο
των Μολοσσών, μέλος του οποίου ήταν η Ολυμπιάδα. Η θρυλούμενη καταγωγή του Αλέξανδρου συνέβαλε
καθοριστικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, από τα πρώτα έτη του βίου του. Ομοίως και η παιδεία που ο
πατέρας του φρόντισε να πάρει, και ιδίως η ανάθεση των σπουδών του στον φιλόσοφο Αριστοτέλη.
Το 340 π.Χ. ο Αλέξανδρος σταμάτησε τις σπουδές του και γύρισε στην Πέλλα, όπου πήρε ενεργό μέρος στην
πολιτική ζωή της Μακεδονίας. Κατά τις εκστρατείες του ο Φίλιππος εμπιστευόταν την διοίκηση της Μακεδονίας
στον Αλέξανδρο. Σε ηλικία 16 χρονών και ενώ ο πατέρας του έλειπε στο Βυζάντιο, κατέστειλε μια εξέγερση
Θρακών. Κατά την μάχη της Χαιρώνειας, το 338 π.Χ., ο Φίλιππος συνέτριψε τις ενωμένες δυνάμεις Αθηναίων
και Θηβαίων, με τον Αλέξανδρο επικεφαλής του ιππικού. Μετά από την ήττα των Αθηναίων πήγε στην Αθήνα
ως αντιπρόσωπος του πατέρα του.
Στα 337 π.Χ., ο Φίλιππος χώρισε την Ολυμπιάδα και μνηστεύτηκε την όμορφη Κλεοπάτρα. Αυτό προκάλεσε
αναστάτωση στις μέχρι τότε αρμονικές σχέσεις του Αλέξανδρου με τον πατέρα του και ανάγκασε τον νεαρό να
αυτοεξοριστεί στην Ήπειρο μαζί με την μητέρα του. Μετά από ένα χρόνο πατέρας και γιος συμφιλιώθηκαν, αλλά
ο Φίλιππος την ημέρα του γάμου του με την Κλεοπάτρα δολοφονήθηκε
Ανάληψη εξουσίας και επικράτηση στην Ελλάδα
Μετά την δολοφονία του Φιλίππου το 336 π.Χ. στις Αιγές, ο Αλέξανδρος κινήθηκε γρήγορα εξουδετερώνοντας όλους τους πιθανούς διεκδικητές του θρόνου,
τον οποίο και κατέλαβε. Ακολούθως ξεκίνησε εκστρατείες προς βορρά και νότο για να διασφαλίσει τα σύνορά του. Την άνοιξη του 335 π.Χ. εκστράτευσε
εναντίον των Ιλλυριών και Τριβαλλών, προελαύνοντας από την Αμφίπολη μέχρι τον Αίμο σε διάστημα δέκα ημερών. Αφού νίκησε τους εκεί Θράκες,
προχώρησε προς τον Δούναβη, νίκησε τους Τριβαλλούς και επιχείρησε επιδρομή κατά των Γετών, την οποία όμως αναγκάστηκε να διακόψει λόγω
εξέγερσης των Ιλλυριών. Μετά στράφηκε προς τον νότο και υπέταξε τους Αγριάνες και τους Παίονες, εξασφαλίζοντας την πλήρη κυριαρχία στην περιοχή.
Όσο καιρό ο Αλέξανδρος πολεμούσε στον βορρά, οι Θηβαίοι επαναστάτησαν και πολιόρκησαν την μακεδονική φρουρά της Καδμείας, ενώ και στην Αθήνα
και άλλες πόλεις επικράτησε αναβρασμός που προκαλούσαν οι αντιμακεδονικοί διαδίδοντας ότι ο Αλέξανδρος είναι νεκρός. Ο Αλέξανδρος με μια
αστραπιαία πορεία, έφτασε σε επτά μέρες στην Θεσσαλία και σε ακόμη πέντε στην Βοιωτία. Εκεί, μετά από σύντομη αλλά δυνατή αντίσταση των Θηβαίων
κατόρθωσε να τους υποτάξει. Τότε διέταξε τον θάνατο έξι χιλιάδων Θηβαίων, και να πουληθούν ως δούλοι οι υπόλοιποι τριάντα χιλιάδες κάτοικοι των
Θηβών. Τη ίδια την πόλη την ισοπέδωσε, αφήνοντας όρθια μόνο τους ναούς και το σπίτι του ποιητή Πίνδαρου.
Εκστρατεία κατά των Περσών
Ο Μέγας Αλέξανδρος αποφάσισε να αρχίσει αυτή τη μεγαλόπρεπη πορεία του στην Ασία μόλις ανέβηκε στο θρόνο της Μακεδονίας, πρώτον γιατί ήτανε μία
ανήσυχη και ανυπόμονη φύση και δεύτερον γιατί ο πατέρας του, ο Φίλιππος, τον είχε μάθει από παιδί να μην έχει τίποτα άλλο στο νου του παρά αυτή την
εκστρατεία. Ο Φίλιππος αφού είχε νικήσει τους Ιλλυριούς και τους Θράκες, τους Παίονες και τους Σκύθες, κάλεσε τους Έλληνες να συνενωθούν και με
αυτόν αρχηγό να ξεκινήσουν για την απελευθέρωση των Ελληνικών Αποικιών της Ασίας και την τιμωρία των απογόνων του Ξέρξη. Η δολοφονία του
Φίλιππου άφησε στους ώμους του 20χρονου Αλέξανδρου τη μεγάλη αποστολή.
Έτσι, μετά την επικράτησή του στην Ελλάδα ο Μέγας Αλέξανδρος στράφηκε κατά των Περσών. Το 335 π.Χ. έστειλε τον Παρμενίωνα για να εξασφαλίσει το
πέρασμα της Προποντίδας και την άνοιξη του 334 π.Χ., αφήνοντας πίσω του τοποτηρητή της Μακεδονίας τον Αντίπατρο, πέρασε τον Ελλήσποντο με
στρατό 30.000 πεζών και 5.000 ιππέων, προμήθειες για 30 μέρες και οικονομικούς πόρους περίπου 70 τάλαντα χρυσάφι, και με σκοπό τη διάλυση της
Περσικής Αυτοκρατορίας, την απελευθέρωση των ελληνικών Ιωνικών πόλεων στα παράλια της Μικράς Ασίας, και την ανόρθωση της φτωχής οικονομίας της
Μακεδονίας.
Η στρατιωτική δύναμη δεν ήταν μεγάλη σε σχέση με τα σχέδια του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι Πέρσες, με την απέραντη αυτοκρατορία τους που
περιελάμβανε πολλές φυλές, θα μπορούσαν να αντιπαρατάξουν πολύ μεγαλύτερο στρατό. Αλλά ο Μέγας Αλέξανδρος παρουσίαζε ένα μεγάλο στρατιωτικό
πλεονέκτημα. Είχε κληρονομήσει από το Φίλιππο κάτι που τον έκανε να κερδίζει τις μάχες και που έμεινε θρυλικό στην ιστορία της στρατιωτικής τακτικής:
τη μακεδονική φάλαγγα.
Η σύνθεση του μακεδονικού στρατού ήταν η ακόλουθη: αρχικά ερχόντουσαν οι ευγενείς έφιπποι (1.200-2.000), οι οποίοι ήταν άρχοντες του βασιλείου και
λεγόντουσαν συνοδοί του βασιλιά. Ο Φίλιππος είχε καταρτίσει με τέτοιο τρόπο αυτούς τους αξιωματικούς με τους στρατιώτες τους, ώστε να πολεμούν όχι
σαν άτομα αλλά σαν μία ενιαία μάζα. Ύστερα, ερχόντουσαν οι τοξότες, που πολεμούσανε στα πλευρά. Ύστερα από αυτούς ερχότανε το σπουδαιότερο
μέρος του στρατού, η περίφημη μακεδονική φάλαγγα, ένα σώμα από πεζούς που πολεμούσε με μακριά δόρατα. Οι ελιγμοί της φάλαγγας ήταν
μονοκόμματοι. Πολεμούσε κι αυτή σαν μία ενιαία και αδιάσπαστη μάζα. Οι ασπίδες της ήταν απλωμένες στη σειρά, η μία κοντά στην άλλη, και τα δόρατα
πρόβαλλαν απ' αυτές σαν από ένα σιδερένιο τείχος. Η δράση της φάλαγγας ήταν τρομακτική. Στην κρίσιμη ώρα μιας μάχης, καθώς το ιππικό πολεμούσε
μπροστά και οι τοξότες έριχναν τα βέλη τους μακριά στον εχθρό, η φάλαγγα ορμούσε με όλη της τη δύναμη εκεί που χρειαζόταν και κέρδιζε τη μάχη. Μία
άλλη επινόηση του Φιλίππου ήταν οι καταπέλτες, μηχανές που εκσφεδόνιζαν πέτρες.
Ο Μέγας Αλέξανδρος κατανόησε με αξιοθαύμαστη ενάργεια και διεισδυτικότητα τις σημερινές στρατιωτικές αρχές της οργάνωσης, της κινητοποίησης, της
άμεσης δράσης και, περισσότερο απ' όλα, της έγκαιρης συγκέντρωσης των στρατιωτικών δυνάμεων. Ένα από τα αξιώματά του ήταν: Βάδιζε χωριστά και
πολέμα ενωμένος.
Οι επικεφαλής του στρατού του ήταν όλοι Μακεδόνες. Δεύτερος στην τάξη στρατηγός μετά από αυτόν ήταν ο
Παρμενίων, παλιός συμπολεμιστής του πατέρα του. Ακολουθούσαν οι γιοί του Παρμενίωνα, Φιλώτας και Νικάνωρ,
ο
Αμύντας, ο Περδίκκας , ο Κρατερός, ο Πτολεμαίος, και ο Μελέαγρος. Διοικητής των Ελλήνων συμμάχων ήταν ο
Αντίγονος, και των μισθοφόρων ο Μένανδρος.
Ύστερα από μια σκληρή πορεία μέσω της Θράκης, ο Μέγας Αλέξανδρος πέρασε χωρίς δυσκολία τον Ελλήσποντο.
Οι Πέρσες τον άφησαν να περάσει το στενό χωρί να φέρουνε καμιά αντίσταση. Έτσι βρέθηκε στα ακρογιάλια της
Ασίας, εκεί που βρίσκεται σήμερα η Τουρκία. Αμέσως μετά την απόβαση του στρατού, τέλεσε θυσίες και
επισκέφτηκε την Τροία, και προχώρησε προς τον ποταμό Γρανικό, όπου περίμεναν για να δώσουν μάχη οι
περσικές δυνάμεις οδηγούμενες από τους τοπικούς σατράπες και αρχηγό τον Μέμνονα τον Ρόδιο. Η μάχη του
Γρανικού, που έγινε τον Μάιο του 334 π.Χ. ανέδειξε νικητή τον Αλέξανδρο. Ο ίδιος κινδύνευσε αλλά χάρη στον
αιφνιδιασμό των Περσών από το ιππικό που διέσχισε τον ποταμό, οι απώλειες ήταν μόνο 110 άνδρες. Η ήττα των
Περσών άνοιξε τον δρόμο στον Αλέξανδρο για την κατάκτηση όλης της Μικράς Ασίας. Οι Σάρδεις και η Έφεσος
παραδόθηκαν, η Μίλητος και η Αλικαρνασσός αντιστάθηκαν αλλά τελικά κατακτήθηκαν. Ακολούθως στράφηκε
προς την ενδοχώρα και κατέκτησε την Λυκία και την Παμφυλία, και διαμέσου των υψιπέδων της Πισιδίας και της
Φρυγίας έφτασε στο Γόρδιο, όπου, έλυσε σύμφωνα με την παράδοση το Γόρδιο δεσμό, και πέρασε τον χειμώνα
παρακολουθώντας τις κινήσεις των Περσών και ετοιμάζοντας τις δυνάμεις του για νέα εξόρμηση. Στις ιωνικές
πόλεις που κατέκτησε, κατάργησε τα ολιγαρχικά και τυραννικά πολιτεύματα που είχαν επιβάλει οι Πέρσες και
εγκατέστησε δημοκρατίες, καταργώντας παράλληλα την βαριά φορολογία.
Την άνοιξη του 333 π.Χ. κατέλαβε την Καππαδοκία, και προωθήθηκε προς τις Κιλίκιες
πύλες, όπου παρέμεινε μέχρι τον Οκτώβριο για να αναρρώσει από μια ασθένεια. Για
να εξασφαλίσει την κυριαρχία στην θάλασσα ξεκίνησε πορεία προς τη Φοινίκη όπου
ήταν η βάση του ναυτικού των Περσών. Ο Δαρείος συγκέντρωσε τεράστιες δυνάμεις
που τις διοικούσε ο ίδιος, στη Βαβυλώνα και κινήθηκε προς την Κιλικία εναντίον του
Αλέξανδρου. Ο Αλέξανδρος διέβη τις Κιλίκιες πύλες για να συναντήσει τον Δαρείο, ο
οποίος όμως κατάφερε να φέρει τον στρατό του στα νώτα του Αλέξανδρου. Η μάχη
δόθηκε στην αμμώδη πεδιάδα της Ισσού. Ο Αλέξανδρος κατόρθωσε να ανοίξει
ρήγμα στην παράταξη του περσικού στρατού, και το ιππικό του με επικεφαλής τον ίδιο
πραγματοποίησε πλευρική επίθεση και βρέθηκε στα νώτα του Δαρείου. Ο Δαρείος
τράπηκε σε φυγή αφήνοντας στα χέρια του νικητή τη σκηνή, τη μητέρα, τη σύζυγό του
και πολλά λάφυρα.
Μετά την νίκη του στην Ισσό, η προέλαση συνεχίστηκε με κατάληψη της Άραδου,
Βύβλου και Σιδώνας. Τα φοινικικά, ροδιακά και κυπριακά πλοία μπήκαν πλέον υπό τις
διαταγές του Αλέξανδρου, και έτσι εξασφάλισε τα νώτα του και τον έλεγχο όλης της
ανατολικής Μεσογείου.
Το καλοκαίρι του 332 π.Χ. κατάφερε με πολλή δυσκολία και επτά μήνες πολιορκίας
την κατάληψη της Τύρου. Ακολούθως υπέταξε την Παλαιστίνη χωρίς προβλήματα, και
την Γάζα μετά από πολιορκία. Συνέχισε την κατάκτησή του προς την Αίγυπτο όπου
έγινε δεκτός ως ελευθερωτής. Έχοντας σεβαστεί τους αιγύπτιους θεούς, οι ιερείς στο
μαντείο του Άμμωνα Δία του έκαναν καλή υποδοχή και τον ονόμασαν γιο του Δία, τίτλο
που τον παραδέχτηκε και τον αναγνώρισε από πολιτική σκοπιμότητα, θέλοντας έτσι
να δημιουργήσει εντύπωση και θόρυβο γύρω από τη θεϊκή καταγωγή του. Πριν την
αναχώρησή του από την Αίγυπτο ίδρυσε στο Δέλτα του Νείλου μια νέα πόλη που
ονόμασε Αλεξάνδρεια, και η οποία έγινε μεγάλο και σπουδαίο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο.
Αφού περίμενε ενισχύσεις από την Μακεδονία, απέλυσε τους πιό καταπονημένους στρατιώτες και
επέστρεψε στην Φοινίκη για να κατευθυνθεί προς τον Ευφράτη, όπου ο Δαρείος συγκέντρωνε στρατό από
τις ανατολικές επαρχίες. Πέρασε τον ποταμό Τίγρη, και έφτασε στο οροπέδιο των Γαυγαμήλων, περίπου
90 χλμ. από τα Άρβηλα. Εκεί νίκησε για άλλη μια φορά τον περσικό στρατό στην ομώνυμη μάχη των
Γαυγαμήλων διαλύοντας όλα τα υπολείμματα των περσικών δυνάμεων. Ο Δαρείος διέφυγε προς την
Μηδεία, και ο Αλέξανδρος προέλασε προς τα Σούσα και από εκεί προς την Περσέπολη όπου και βρήκε τον
αυτοκρατορικό θησαυρό, αποτελούμενο από περίπου 180.000 τάλαντα σε χρυσό και ασήμι. Η ανακάλυψη
αυτού του θησαυρού τον βοήθησε να ξεπεράσει τα οικονομικά προβλήματα που μεγάλωναν κατά την
διάρκεια της εκστρατείας. Μετά από ολιγόμηνη παραμονή πυρπόλησε την Περσέπολη (μετά από μεθύσι
και προτροπή μιας εταίρας, αλλά πιθανολογείται ότι ήθελε με αυτό τον τρόπο να δείξει ότι η βασιλεία του
Δαρείου είχε λήξει) και αναχώρησε την άνοιξη του 330 π.Χ..
Φεύγοντας από την Περσέπολη προχώρησε προς τη Μηδεία όπου βρίσκονταν τα Εκβάτανα (η τρίτη
πρωτεύουσα της Περσίας, το σημερινό Χαμαντάν), αναζητώντας τον Δαρείο. Καταλαμβάνοντας τα
Εκβάτανα κατέλαβε και κάθε εξουσία στην Περσική Αυτοκρατορία. Σε αυτό το σημείο ο σκοπός της
εκστρατείας που είχε ξεκινήσει είχε τελειώσει. Η υποχρέωση των Ελλήνων συμμάχων του είχε τελειώσει κι
έτσι έστειλε πίσω όσους επιθυμούσαν να μην τον ακολουθήσουν σε επόμενη εκστρατεία. Επίσης ανέθεσε
στον Παρμενίωνα την μεταφορά στην ακρόπολη των Εκβατάνων, όλων των περσικών θησαυρών που είχαν καταλάβει, ώστε διακριτικά να αφήσει πίσω τον
γέρο στρατηγό, με τον οποίο είχε πολλές διαφωνίες.
Μαθαίνοντας ότι ο σατράπης της Βακτρίας Βήσσος συνέλαβε τον Δαρείο και ανέλαβε ο ίδιος την εξουσία, συνέχισε τον δρόμο του και διέλυσε τους
στασιαστές οι οποίοι στην φυγή τους είχαν δολοφονήσει τον Δαρείο. Ο Αλέξανδρος έστειλε το σώμα του Δαρείου για να ταφεί με βασιλικές τιμές και τα
τοπικά έθιμα στην Περσέπολη. Με τον θάνατο του Μεγάλου Βασιλιά ο Αλέξανδρος προβλήθηκε ως νόμιμος διάδοχος της δυναστείας των Αχαιμενιδών.
Εκστρατεία στις ανατολικές σατραπείες
Για να υποστηρίξει τον νέο του τίτλο, και να εξασφαλίσει τον έλεγχο όλης της αυτοκρατορίας κινήθηκε εναντίον του Βήσσου και των υπόλοιπων σατραπών
που συνέβαλαν στην δολοφονία του Δαρείου. Η εκστρατεία του στις ανατολικές σατραπείες ξεκίνησε με την εκκαθάριση της Υρκανίας όπου, στα όρη των
Ταπούρων, είχαν καταφύγει και οι Έλληνες μισθοφόροι του Δαρείου με αρχηγό τον Ναβαρζάνη. Μετά από την υποταγή της Υρκανίας διέσχισε την Παρθία
και στην πόλη Σουσία της Αρείας, ο σατράπης Σατιβαρζάνης δήλωσε υποταγή, διατηρώντας το αξίωμά του. Μετά την αναχώρησή του Αλέξανδρου όμως για
την Βακτρία, όπου ο Βήσσος συγκέντρωνε στρατεύματα, ο Σατιβαρζάνης σκότωσε την φρουρά που είχε αφήσει ο Αλέξανδρος και συγκέντρωσε στρατό για
να βοηθήσει τον Βήσσο. Ο Αλέξανδρος επέστρεψε αλλά ο Σατιβαρζάνης διέφυγε με 2000 ιππείς. Στην θέση του διορίστηκε ο Αρσάκης. Αφού ίδρυσε μια
νέα πόλη, την Αλεξάνδρεια των Αρείων, κατέφυγε στην Φράδα της Δραγιανής για να χειμάσει.
Εκεί αποκαλύφθηκε μια συνωμοσία που είχε σκοπό την δολοφονία του Αλέξανδρου. Ως ηθικός αυτουργός εμφανίστηκε ο Φιλώτας, γιος του Παρμενίωνα, ο
οποίος τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο από την συνέλευση του μακεδονικού στρατού. Ο Αλέξανδρος φοβούμενος την αντίδραση του Παρμενίωνα στην
εκτέλεση του γιου του, διέταξε την δολοφονία του.
Το χειμώνα του 330 π.Χ. έφτασε στον Ινδικό Καύκασο όπου ίδρυσε άλλη μια Αλεξάνδρεια. Ο Βήσσος έφυγε μακριά, περνώντας τον ποταμό Ώξο καίγοντας
τα πλοία του μετά την διέλευση και εγκαταστάθηκε στα Ναύτακα της Σογδιανής. Ο Αλέξανδρος τον ακολούθησε στην Σογδιανή και έστειλε τον Πτολεμαίο
εναντίον του, ο οποίος τον συνέλαβε και τον οδήγησε στον Αλέξανδρο. Ο Βήσσος εκτελέστηκε και ο Αλέξανδρος προχώρησε προς την πρωτεύουσα της
Σογδιανής, Σαμαρκάνδη, καθώς και στο Τασκέντ, που σήμερα είναι οι δύο σημαντικότερες πόλεις του Ουζμπεκιστάν. Ακολούθως έφθασε στον ποταμό
Ιαξάρτη όπου ίδρυσε τη μακρινότερη απ' όλες τις Αλεξάνδρειες, την Αλεξάνδρεια Εσχάτη, σε μια περιοχή που σήμερα λέγεται Χοτζέντ (στο σημερινό
Τατζικιστάν). Κατόπιν πέρασε παράπλευρα από την παγωμένη κορυφογραμμή των Ιμαλαΐων και γύρισε στο Κυμπέρ και στις Ινδίες.
Εκστρατεία στην Ινδία
Μετά τον γάμο του με την Ρωξάνη που είχε ηρεμίσει τα πράγματα στις σατραπείες
της κεντρικής Ασίας, την άνοιξη του 327 π.Χ. ξεκίνησε για την κατάκτηση της
Ινδικής χερσονήσου. Άφησε τον Αμύντα στην Βακτρία, και περνώντας από την
Αλεξάνδρεια έφτασε στον ποταμό Κωφήνα όπου διαίρεσε τον στρατό του. Έστειλε
τον Ηφαιστίωνα με τον Περδίκκα να προετοιμάσουν την προέλασή του μέχρι τον
Ινδό ποταμό, και ο ίδιος από διαφορετική πορεία έφτασε την άνοιξη του 326 π.Χ.
στον Ινδό τον οποίο διέβηκε μέσω της γέφυρας που είχε ετοιμάσει ο Ηφαιστίωνας
και πολλών μικρών πλοίων. Συνέχισε την πορεία του προς τον ποταμό Υδάσπη,
όπου ο Ινδός βασιλιάς Πώρος περίμενε από την απέναντι πλευρά με
συγκεντρωμένο στρατό ώστε να τον εμποδίσει να περάσει. Ο Αλέξανδρος έστειλε
στρατιώτες να μεταφέρουν αποσυναρμολογημένα τα πλοία που είχαν
χρησιμοποιηθεί στην διάβαση του Ινδού, και με την υπόλοιπη δύναμη και
ενισχυμένος από 5000 Ινδούς συνέχισε για τον Υδάσπη.
Η διάβαση του ποταμού ήταν δύσκολη αλλά τελικά έγινε με επιτυχία τον Ιούλιο του
326 π.Χ., ώστε να ακολουθήσει μια μεγάλη μάχη μεταξύ του στρατού του
Αλεξάνδρου και του στρατού του Πώρου ο οποίος ανερχόταν σε 4000 ιππείς, 300
άρματα, 200 πολεμικούς ελέφαντες και 30000 πεζούς. Οι Μακεδόνες αντιμετώπισαν με ευκολία το ιππικό του Πώρου και τελικά κατάφεραν να
υπερισχύσουν στην πρωτόγνωρη γι' αυτούς μάχη εναντίον των ελεφάντων κερδίζοντας μια μεγάλη νίκη.
Στις όχθες του Υδάσπη ίδρυσε δύο πόλεις, την Νίκαια και την Βουκεφάλα (προς τιμή του αλόγου του που πέθανε εκεί). Αφήνοντας τον Κρατερό να
επιβλέπει το χτίσιμο των πόλεων, συνέχισε την πορεία του και μετά από μια νίκη στα Σάγγαλα, σταμάτησε μπροστά στον ποταμό Ύφαση. Επιθυμία του
Αλέξανδρου ήταν να συνεχίσει περνώντας τον ποταμό και την έρημο που εκτεινόταν μετά από αυτόν, συνάντησε όμως την έντονη αντίδραση του στρατού
του. Οι κουρασμένοι σωματικά και ψυχικά στρατιώτες του συγκεντρώθηκαν στο στρατόπεδο και φώναζαν ότι δεν ήθελαν να συνεχίσουν. Τελικά ο
Αλέξανδρος αποφάσισε να επιστρέψει. Μετά από τελετές διαίρεσε σε τμήματα τον στρατό του και επέστρεψε στην Νίκαια και την Βουκεφάλα, και
λαμβάνοντας ενισχύσεις από την Ελλάδα στράφηκε προς τον νότο. Ναυπήγησε στόλο και πλέοντας τους ποταμούς Υδάσπη και Ινδό, με τμήματα του
στρατού του στην αριστερή και δεξιά όχθη, έφθασε σε ένα σημείο όπου έδωσε φονική μάχη με τους Μαλλούς όπου και τραυματίστηκε. Τελικά έφτασε στην
πόλη Πάτταλα την οποία οχύρωσε και ανοικοδόμησε.
Ο δρόμος της επιστροφής
Για την επιστροφή ο Αλέξανδρος χώρισε το στράτευμά
του σε τρία μέρη. Το πρώτο με αρχηγό τον Κρατερό
ακολούθησε πορεία προς την Αλεξάνδρεια Αραχωσίας
(Κανταχάρ) και μέσω της κοιλάδας του Ετύμανδρου
εγκαταστάθηκε στην Καρμανία όπου περίμενε τον
Αλέξανδρο. Το δεύτερο ήταν ο στόλος, που με αρχηγό
τον Νέαρχο, παρέπλευσε τις ακτές της Περσίας όπου
βρίσκονταν οι χώρες των Ωρών, των Γεδρωσιών και των
Ιχθυοφάγων, προς τον μυχό του κόλπου.
Το τρίτο μέρος του στρατεύματος με τον Αλέξανδρο
ξεκίνησε από τα Πάτταλα (τέλη Αυγούστου 324 π.Χ.) για
να διασχίσει την έρημο της Γεδρωσίας. Στο πρώτο μέρος
της πορείας δεν υπήρξαν δυσκολίες αλλά στην έρημο της
Γεδρωσίας ο καύσωνας και η έλλειψη νερού προκάλεσαν
μεγάλες απώλειες. Μετά από 60 μέρες σταμάτησε για
ανάπαυση στην πρωτεύουσα της Γεδρωσίας, Πούρα, και
προχώρησε στην Καρμανία όπου συνάντησε τον Κρατερό. Στην Καρμανία έφτασε και ο Νέαρχος όπου έδωσε αναφορά για την πορεία του, και συνέχισε
τον περίπλου ως τις εκβολές του ποταμού Τίγρη. Ο Αλέξανδρος πήρε ένα μέρος του στρατεύματος και αφού πέρασε από τους Πασαργάδες προχώρησε
στην Περσέπολη όπου διόρισε σατράπη τον Πευκέστα ο οποίος είχε σώσει την ζωή του Αλέξανδρου στην μάχη στους Μαλλούς.
Την άνοιξη του 324 π.Χ. έκανε γιορτές στα Σούσα για την ολοκλήρωση της κατάκτησης της Περσίας. Οργάνωσε μικτούς γάμους Μακεδόνων με Περσίδες
και ο ίδιος πήρε ως δεύτερη σύζυγο την Στάτειρα, την κόρη του Δαρείου. Εξόφλησε τα χρέη των Ελλήνων στρατιωτών του, με ένα ποσό που ανήλθε σε
20.000 τάλαντα και μοίρασε δώρα και τιμές σε όσους είχαν ανδραγαθήσει. Οι σατράπες της επικράτειας έφεραν εκεί και 30.000 έφηβους Πέρσες που είχαν
εκπαιδευτεί και οπλισθεί μακεδονικά, τους οποίος ονόμασε "Επιγόνους".
Άρχισε να οργανώνει νέες εκστρατείες και αφού έστειλε τον Ηφαιστίωνα να εξερευνήσει τις ακτές του Περσικού κόλπου, ο ίδιος με επίλεκτες μονάδες
κατευθύνθηκε προς την θάλασσα μέσω του ποταμού Ευλαίου. Στην Ώπι ανακοίνωσε την απόλυση των ηλικιωμένων και των τραυματιών και την συνέχιση
της εκστρατείας, αλλά συνάντησε την αντίδραση των στρατιωτών του που δεν ήθελαν να συνεχίσουν μαζί του. Ο Αλέξανδρος τότε μοίρασε αξιώματα σε
Πέρσες και ορισμένους τους ονόμασε συγγενείς του, πράγμα που ανάγκασε τους Μακεδόνες να του ζητήσουν συγνώμη και να τον ακολουθήσουν.
Ο Αλέξανδρος επέστρεψε στην Βαβυλώνα και άρχισε να οργανώνει τον περίπλου της Αραβίας και την εξερεύνηση των ακτών της Βόρειας Αφρικής. Λίγο
πριν την αναχώρηση για την Αραβία, στις 2 προς 3 Ιουνίου 323 π.Χ. συμμετείχε σε συμπόσιο έπειτα από το οποίο εκδήλωσε πυρετό, που διάρκεσε και τις
επόμενες ημέρες αναγκάζοντάς τον να μεταθέσει την ημερομηνία αναχώρησης. Μετά από μια σύντομη βελτίωση της υγείας του κατέρρευσε ξανά, χωρίς να
μπορεί να περπατήσει ή να μιλήσει. Η φήμη ότι είχε ήδη πεθάνει ανάγκασε τους στρατηγούς του να επιτρέψουν σε όλους τους στρατιώτες του να
περάσουν από τον κρεβάτι του για να τον χαιρετίσουν. Μετά από δύο ημέρες πέθανε, στις 13 Ιουνίου 323 π.Χ.. Λίγο πριν πεθάνει ρωτήθηκε σε ποιόν
αφήνει την βασιλεία του και απάντησε "τω κρατίστω", δηλαδή "στον δυνατότερο".
Ο μύθος του Αλέξανδρου
Ο Μέγας Αλέξανδρος έριξε το φράχτη που χώριζε την Ευρώπη από την Ασία, έκανε την Ελλάδα να
ταυτιστεί με την τότε Οικουμένη και μεταλαμπάδευσε τον Ελληνικό Πολιτισμό στην Ανατολή.
Αμέσως μετά το θάνατό του έγινε μυθικό πρόσωπο, από την Ινδία μέχρι τον Ατλαντικό,
ακολουθώντας διαφορετικά πρότυπα σε κάθε λαό. Οι Πέρσες φαντάστηκαν ότι ήταν γιος του
Δαρείου, ενώ στην Αίγυπτο ότι ήταν γιος του Νεκτανεβώ του τελευταίου βασιλιά της Αιγύπτου. Στην
Αραβοπερσική παράδοση ο Αλέξανδρος ονομάζεται Σικαντέρ στα περσικά και Ισκαντάρ στα
αραβικά και έχει την προσωνυμία "Δίκερως" (Dhul-Qarnayn), λόγω της εμφάνισής του σε
νομίσματα με κέρατα κριού, κατά το αιγυπτιακό πρότυπο αφού θεωρούνταν γιός του Άμμωνα.
Υπάρχουν αρκετές φυλές στα μέρη που πέρασε ο Αλέξανδρος που περηφανεύονται ότι είναι
απόγονοι στρατιωτών του Αλέξανδρου.
Ο Αλέξανδρος αναφέρεται, σύμφωνα με ερευνητές, με το όνομα Δίκερως και στο Κοράνι στην
σούρα al-Kahf (Η Σπηλιά) (ΧVΙΙΙ, 82-110) ως μεγάλος βασιλιάς που κατασκεύασε πύλες (ίσως τις
Κασπίες Πύλες) για να προστατέψει τους αθώους ανθρώπους από τους βάρβαρους Γωγ και
Μαγώγ και επίσης αναφέρεται ότι ταξίδεψε ως το μέρος όπου δύει ο Ήλιος. Στοιχεία από την
ιστορία σχετικά με το σφράγισμα των πυλών που αφηγείται το Κοράνι υπάρχουν και στα
προγενέστερα έργα του Ψευδοκαλλισθένη, του Ιώσηπου, και του Ιερώνυμου. Επίσης στους στίχους 18:95 και 18:98 παρουσιάζεται ως μονοθεϊστής και
ορισμένες φορές θεωρείται προφήτης του Ισλάμ αλλά αυτό δεν είναι γενικά αποδεκτό.
Στους Βυζαντινούς ήταν δημοφιλείς οι ιστορίες για τον Αλέξανδρο, και μάλιστα τον είχαν φανταστεί και ως άγιο και ασκητή και να έχει ιδρύσει μοναστήρια
στην έρημο. Πολλές παραδόσεις στην Ελλάδα δημιουργήθηκαν γύρω από τον Αλέξανδρο, και σε πολλές περιοχές διάφορα σημάδια του τόπου και ερείπια,
επιδεικνύονταν σαν να "ήταν του Αλέξανδρου". Σε κρητικό τραγούδι ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται να έχει ενώσει την Μαύρη Θάλασσα με την Μεσόγειο
ανοίγοντας τον Βόσπορο. Πολύ διαδεδομένη επίσης είναι η παράδοση που παρουσιάζει την γοργόνα ως αδερφή του Αλέξανδρου να ρωτά τους ναυτικούς
αν "ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος" και να δέχεται σαν απάντηση μόνο το "ζη και βασιλεύει". Κατά την τουρκοκρατία τον 18ο αιώνα ένα δημοφιλές ανάγνωσμα
ήταν η "Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου".
Στην Δύση ο Αλέξανδρος έγινε γνωστός από την μετάφραση του έργου του Ψευδοκαλλισθένη, τον 3ο αιώνα με το "Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου"
δημιουργώντας ένα επικό κύκλο γύρω από το όνομά του. Από την λατινική μετάφραση αυτού προέκυψαν πολλές παραλλαγές σε όλη την Ευρώπη και
γενικά τον χριστιανικό και ισλαμικό κόσμο του Μεσαίωνα. Τον 12ο αιώνα ο Αλβέριχος ντε Μπεζανσόν έγραψε επικά ποιήματα με κεντρικό πρόσωπο τον
Αλέξανδρο και ο ιερέας Λάμπρεχτ ένα γερμανικό τραγούδι.
Πηγή
http://el.wikipedia.org
Αλέξανδρος ο Μέγας
Βασιλεύς Μακεδόνων, Στρατηγός (356 - 323 π.Χ.)